Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

Το άγνωστο

Χωμένο ανάμεσα σε καταπράσινους μεγάλους λόφους 

και πολλά χιλιόμετρα μακριά από την ταραχή των πόλεων

υπήρχε ένα παγκάκι μοναχό του και περίμενε τα θύματά του. 

Με το αυτοκίνητό της η Ζωή διένυε ατελείωτες δασικές εκτάσεις.

Ίσως κάπου εκεί να έβρισκε τον εαυτό της πού 'χε χάσει.


Σαν πέρασε εμπρός απ' το παγκάκι, νύσταξε αιφνιδίως.

Το όχημά της μούγκρισε καθώς απότομα σταμάτησε.

Παραπατώντας βγήκε στην απουσία του ανθρώπου.

Το αεράκι έπαιξε με τα μαλλιά ενώ εκείνη βάδιζε αργά.

Κάθισε στο παγκάκι αισθανόμενη απόλυτα αδύναμη.


Μη μπορώντας να βαστάξει τα μάτια της ανοιχτά

βυθίστηκε σε ύπνο στην πράσινη του φόβου αγκάλη.

Μόνη κι εκτεθειμένη όχι όμως στους φυσικούς κινδύνους.

Οι ώρες κυλήσαν σαν άγρια ποτάμια και έπεσε σκοτάδι.

Τότε ήταν που η κόρη ξύπνησε στο αχνό φως του φεγγαριού.


Διαπίστωσε πως το όχημα κουρασμένο κοιμότανε κι αυτό.

Αποφάσισε πως την αυγή θα πρόσμενε μέσα στην αγωνία.

Αγνοώντας την ερχόμενη απειλή άρχισε να βηματίζει.

Τα πόδια της πετρώσανε κι η αναπνοή της κόπηκε

καθώς μία φιγούρα διέκρινε κινούμενη πίσω από τα δέντρα.


Το κορμί της παραδόθηκε σε μια ρυθμική ταλάντωση.

Το πλάσμα την πλησίασε με ζώου κινησιολογία.

Έφτασε μπροστά της αποκαλύπτοντας την φρίκη του.

Ένα μικρό παιδί με φαλακρό κεφάλι και μυτερά αυτιά.

Το σώμα του ογκώδες και τα νύχια του τεράστια.


Αυτά τα νύχια μπορούσαν να σου πάρουν τη ζωή.

Έμοιαζαν με σπαθιά και προχωρούσαν ανάμεσα στις σκιές.

Η Ζωή δε βρήκε λόγο να φωνάξει αφού ήτανε μόνη.

Γύρισε την πλάτη στο τέρας και έγινε της επιβίωσης δρομέας.

Έτσι ταξίδεψε στο νυχτερινό τοπίο με το πλάσμα από πίσω της.


Όταν σε λίγες ώρες ο ήλιος ξεμύτισε πίσω από τα βουνά, 

άδειο το παγκάκι και από δίπλα το αμάξι ρημαγμένο.

Μόνο αν κάποιος κοιτούσε πέρα στην κορυφή του λόφου,

θα έβλεπε τη Ζωή ματωμένη και με βλέμμα απλανές.

Μάλιστα, ίσως πρόσεχε πως πράγματα σαν σπαθιά βαστούσε.


(Αντώνης Μπούζας)

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2024

Η αλλόκοτη υπόθεση που ξεχάστηκε

Δε χρειάζεται να σας πω πού συνέβησαν τα γεγονότα.

Ένα δάσος πολύ παράξενο κι ένα χωριό του μυστηρίου.

Άρχισαν να εξαφανίζονται άνθρωποι στο δάσος.

Από αυτούς δεν έβρισκαν μετά ούτε ίχνη αίματος

ούτε κάποιο δικό τους αντικείμενο, ρούχο ή παπούτσι.


Οι κάτοικοι του χωριού απέκτησαν βλέμμα στοιχειωμένο.

Ξαφνικά θυμήθηκαν όλες εκείνες τις παλιές δοξασίες

που η εξέλιξη κι η επιστήμη τελικά ποτέ δεν νίκησαν.

Μιλούσαν χαμηλόφωνα λες και φοβούνταν κάτι.

Μόνιμη απουσία του ήλιου εκεί αλλά ποτέ βροχή.


Και η ψυχή του ανθρώπου δεν γίνεται ποτέ ενήλικη

και πάντοτε επιθυμεί να ξαναβρεί τα παραμύθια.

Έφτασε στο μέρος εκείνο ερευνητής του υπερφυσικού.

Έψαξε στο δάσος κι αισθάνθηκε γύρω του παρουσίες.

Οι οποίες όμως δεν είχανε υπάρξει ποτέ ως άνθρωποι.


Πήγε και μια ομάδα επιστημόνων με μηχανήματα

κι αφού δεν κατόρθωσαν άκρη να βγάλουν

ανέφεραν την υποψία πως ίσως υπήρχε πύλη.

Δηλαδή είσοδος και έξοδος για κόσμο άλλο.

Και οι εξαφανίσεις πλήθυναν σ' ανησυχητικό βαθμό.


Οι γέροι τα βράδια, δίπλα σε μικρές πηγές φωτός,

έλεγαν ιστορίες που ξυπνούσαν τη μέθη των ψυχών.

Πως όλους όσους χάθηκαν στο σκοτεινό το δάσος

τους είχανε πάρει τα στοιχειά της φύσης κι οι νεράιδες.

Αφού πρώτα τους μαγέψανε για να τους ελέγξουν.


Ακούστηκαν πολλές απόψεις τον καιρό εκείνο

όμως απάντηση δεν δόθηκε στο τί είχε συμβεί.

Οι εξαφανίσεις έπαψαν και οι εποχές πέρασαν.

Όμως οι κάτοικοι του μέρους δεν αισθάνονται ασφαλείς.

Γιατί το νιώθουν πως κάτι παραμονεύει σιωπηλό.


(Αντώνης Μπούζας)

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

Συνειδητοποίηση

Με κλείδωσα στο σπίτι.

Ο κόσμος είναι σκοτεινός.

Οι απειλές βολτάρουν εκεί έξω.

Κανένας μας δεν θα επιβιώσει.

Μόνος μου αντίπαλος ο εαυτός μου.


Τα πράγματα έχουν σκληρύνει.

Οχυρώθηκα με τον εχθρό μου.

Ασφαλές μέρος δεν υπάρχει.

Το σύμπαν γύρω κομματιάζεται.

Μόνος μου αντίπαλος ο εαυτός μου.


Όλο τρέχω να γλιτώσω.

Κάποιοι μου είπανε, μην τρέχεις!

Τα πόδια ακίνητα και κοίτα.

Με τρέλα δυναστεύει το μυαλό.

Μόνος μου αντίπαλος ο εαυτός μου.


Κάτι αόρατο θα μας σκοτώσει όλους.

Τη ζωή θα στερηθώ μήπως και σωθώ.

Οι κίνδυνοι είναι παιδιά μου.

Από τη μύτη μου αναπνέουν.

Μόνος μου αντίπαλος ο εαυτός μου.


Ερήμωσαν οι γειτονιές.

Ήρθε το τέλος τώρα πες.

Όμως για στάσου μια στιγμή.

Όλα θ' αλλάξουν στη στιγμή.

Μόνος μου αντίπαλος ο εαυτός μου.

(Αντώνης Μπούζας)



Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2023

Στο ξύλινο δωμάτιο

Ξαπλώνω στο πάτωμα.

Διαβάζω στο ταβάνι.

Τα εσώτερά μου φωτεινά

η συννεφιά μου φτιάχνει.


Και έξω απ' το παράθυρο

τα δέντρα επικρατήσαν.

Νίκησαν τον άνθρωπο.

Μα εμένα με αφήσαν.


Στέκονται στην είσοδο.

Τ' ακούω στο μυαλό μου.

Λένε να μείνω μέσα εκεί

αν θέλω το καλό μου.


Μ' αρέσει η κατάσταση.

Είναι απειλή χρωματιστή.

Και η ξυλένια φυλακή

με αγκαλιάζει γελαστή.


Διασκεδάζω με το φόβο μου.

Τι να υπάρχει εκεί έξω;

Κι αν οι σκιές πυκνώσανε

δεν θέλω να δραπετεύσω.


(Αντώνης Μπούζας)



Μέσα και έξω από την πόλη

Λίγο πριν ο ήλιος σηκωθεί από τον ύπνο του

με μισή καρδιά αλλά και μάτι λιονταρίσιο.

Οι Θεοί κρύβονται στις γειτονιές, στα πάρκα.

Στους σκληρούς πεζοπόρους και στα φανάρια.

Παίζουν στα δάχτυλα τις ρόδες του μύθου.


Γιατί γεμίσαμε θορύβους τον κόσμο μας;

αναρωτιέμαι αργότερα περικυκλωμένος.

Είναι οι ήχοι της προσωρινής λησμονιάς.

Της εξαπάτησης για λίγη ακόμα ευτυχία.

Και η σιωπή είναι ο ήχος του θανάτου.


Οι Θεοί αναπνέουν και εμείς κρυώνουμε.

Έπειτα φωνάζουν και εμείς θυμώνουμε.

Μας φιλάνε χωρίς να το αντιληφθούμε

με τα πελώριά τους στόματα επάνω μας.

Και τότε κλείνουμε τα μάτια μα πηγαίνουμε.


Βλέπουμε κι ακούμε μια εκδοχή της πόλης μας.

Τα σπίτια είναι χάρτινα, σκεπάζουν μυστικά.

Κι οι τραγωδίες οι μεγάλες είναι ψέμματα.

Εξάλλου, τραγωδία ποτέ δεν θα βιώσει

όποιος δεν κοιτάζει με βλέμμα τραγικό.


(Αντώνης Μπούζας)

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2023

Χωρίς μάρτυρες

Το βράδυ εκείνο, δεν κοιμήθηκες.

Ταξίδεψες μέσα σου και έψαχνες.

Έπρεπε να βρεις την ευτυχία σου.

Κι ήταν τα φώτα του σπιτιού γλυκά.

Χάιδευαν το κουρασμένο βλέμμα.


Το βράδυ εκείνο, ανακάλυψες

στης ψυχής τα έγκατα τα σκοτεινά

τη φοβισμένη και κρυμμένη ευτυχία.

Την πήρες πάνω και γιορτάσατε.

Ήπιατε άφθονο κρασί παρέα.


Ήταν πολύ αργά και σ' άρεσε.

Ενώ κοιμόντουσαν οι άλλοι όλοι,

βρέθηκες σε ημιφωτισμένες περιοχές

του σπιτιού που έπαιζε μαζί σου.

Δωμάτια που δεν είχες ξαναδεί.


Αυτό το σπίτι που δε γνώριζες

το δικό σου ήτανε σίγουρα.

Χρώματα τριγύρω εμψυχωτικά.

Έπιπλα που τραγουδούσαν χαρωπά.

Είδες και το ανθοδοχείο που 'χε σπάσει.


Το ταξίδι σου μόνο κατάλαβε

το σιωπηλό και έμπιστο φεγγάρι.

Βρήκες εκείνα που θυμόσουνα.

Κι όταν ανέλαβε ξανά ο ήλιος,

το βράδυ εκείνο είχες ξεχάσει.


(Αντώνης Μπούζας)

Ο απρόσωπος συγκάτοικος

Καθώς η καθημερινότητα μας πλάκωνε,

ξεπρόβαλε ένα πρόσωπο από το ταβάνι.

Το βλέμμα του κενό και τα μάτια άδεια.

Έμοιαζε να προέρχεται από άγαλμα.

Έμεινε ασάλευτο και άλαλο εκεί επάνω.


Μου γέννησε μια διάθεση παράξενη.

Λες και ήταν όλα πάλι όπως πρώτα.

Περπατούσα ζωηρά κι ονειρευόμουν.

Συνέβαινε κάτι υπέροχα αιφνίδιο.

Τι σήμαινε όμως αυτό το φαινόμενο;


Με επισκέφτηκαν γνωστοί και άγνωστοι.

Γέμισε κόσμο το σπίτι και πρόσωπα.

Αγόρασα ποτά και μπόλικα κεράσματα.

Η μοναξιά βρισκόταν στο νεκρικό κρεβάτι.

Κάθε πρωινό, ξεκινούσε ένα πάρτυ.


Όταν το κοίταζαν, τους άγγιζε ο φόβος.

Μερικοί διατύπωναν τις θεωρίες τους.

Άλλοι διηγούνταν μεταφυσικά γεγονότα.

Κάποιος έψαξε στους τοίχους για χέρια.

Πάντα καταλήγαμε απλώς να διασκεδάζουμε.


Και το πρόσωπο ακόμα εδώ είναι.

Ένα απόκοσμο αίνιγμα δίχως απάντηση.

Του μιλάω αλλά δεν αποκρίνεται.

Κι όμως, με κάποιο τρόπο, το αισθάνομαι.

Πρόκειται ξαφνικά η φωνή του να ηχήσει.


(Αντώνης Μπούζας)