Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

Ξύλινος φόβος

Μια μαριονέτα δύο μέτρων 
έδωσαν οι γονείς στο Νίκο. 
Ήτανε δώρο γενεθλίων. 
Έπαιρνε πρωινό στον κήπο. 

Έγιναν φίλοι με το Νίκο. 
Αλλά παιδιού μυαλό αισχρό. 
Την κατηγόρησε μια νύχτα 
πως έκλεψε πέντε ευρώ. 

Εξοργισμένος ο πατέρας 
της μέτρησε δέκα ραβδιές. 
Έξω απ' το σπίτι η μητέρα 
την άφησε πολλές βραδιές. 

Την πόνεσε κι άλλο ο Νίκος. 
Μαύρη περνούσε η ζωή. 
Χόρεψε κάπου αναμμένη. 
Καιρό φαινόταν η ροή. 

Ξύπνησε το παιδί και βρήκε 
μ' αίμα βαμμένη την οικία. 
Πέρα μακριά του αντηχούσε 
κάποια τρελή φωνή οικεία. 

Όσο κι αν ήθελε να σβήσει 
αυτά που έπραξε αγροίκως, 
την τύχη του είχε διαλέξει 
ο ξεπεσμένος φαύλος Νίκος.

(Αντώνης Μπούζας)

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

Αναστενάρης

Ζεστό, τονωτικό κορμί, 
επιβιώνεις στη στιγμή. 
Απάντηση στο τίποτα. 
Ευχάριστο ανύποπτα. 

Ασθένειά μου χρόνια, 
πικάντικη, υποχθόνια. 
Δραστηριότητα ακριβή. 
Χασούρα και ανταμοιβή.

Ιδέα υπερκόσμια. 
Αλήτισσα μα κόσμια. 
Πονοκεφάλου ρούμι. 
Κρησφύγετο-μπουντρούμι. 

Παθιάρα αναλώσιμη. 
Επιβλαβής μα πόσιμη. 
Πολιτική μου συνουσία. 
Ανατροπή και εξουσία.

(Aντώνης Μπούζας)

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Τα πατατάκια

Σ' έστησα αγάπη μα εσύ 
δε χαμπαριάζεις και πολύ. 
Πήρες μια πίτσα καυτερή. 
Σε κοίταγε λαχταριστή. 

Πήρες και έναν μπακλαβά. 
Έπεσες και πιο χαμηλά. 
Σαν και εμένα το χαλβά 
που είμαι με τη Λεϊλά. 

Τα πατατάκια μασουλάς. 
Εμένα όλο καρτεράς. 
Στην κέτσαπ πάλι τα βουτάς. 
Άφησε κάτι και για μας. 

Για σένα νοιάζομαι, μωρό. 
Κι όχι αν φαγητό θα βρω. 
Μήπως και φαίνεσαι χοντρό. 
Παράτα εσύ το παγωτό. 

Νέκταρ-φαρμάκι το κρασί. 
Καρδούλα μου, πού 'σαι εσύ; 
Μια αγκαλίτσα στο μπεκρή, 
αρχόντισσα βουλιμική.

(Αντώνης Μπούζας)

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Μισάνθρωπος

Φοβόμουν τους ανθρώπους, 
γιατί είναι τυφλοί. 
Λατρεύουν τις οθόνες, 
μισούνε τη ζωή. 
Τους άλλους δεν κοιτάνε, 
τους σέρνουνε σκιές. 
Στο σπήλαιο δεμένοι 
τρυπούν σκεπτομορφές. 

Μ' ανθρώπους οργιζόμουν, 
γιατί δεν έχουν ήθος. 
Ακόμα κι αν τους παίνευα, 
με δάγκωναν αήθως. 
Στους στάβλους μόνο ζούνε, 
κοιμούνται κι ονειρεύονται 
πως θα 'ρθει εκείνη η μέρα 
που ήλιους θα παντρεύονται. 

Απόκληρος πλανιόμουν 
σ' απόκρημνα τοπία. 
Μισούσα τα επίγεια 
πλασμένος για ουτοπία. 
Αληθινά κρεμιόμουν 
απ' τον γαλήνης ουρανό. 
Μακάριος ολημερίς ατένιζα 
το φεύγον το κοινωνικό. 

Ανθρώπους δεν τιμούσα 
και δεν τους εκτιμούσα. 
Όταν εκείνοι έλειπαν, 
η ελπίδα ήταν παρούσα. 
Μα ήμουν άφρων και ρηχός, 
οι σκέψεις μου δεν ήχησαν. 
Από τα δάση κι ως το φως 
οι άνθρωποι με νίκησαν.

(Αντώνης Μπούζας)

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Το φινάλε

Θα σε χορέψω στο φεγγάρι. 
Μέχρι ο νους φωτιά να πάρει. 
Θα 'χω κρυψώνα το συρτάρι. 
Το βλέμμα σου για ουρανό. 

Θα με πατήσεις σαν τη τσίχλα. 
Θα μ' απατήσεις μ' ένα μπίχλα. 
Θα κοπανάω το κουδούνι. 
Θα βρίζω και θα σ' αγαπώ. 

Θα σε κεράσω σκέτο κάρυ. 
Θα κλέβουμε από το παγκάρι. 
Θα μας παίξουμε στο ζάρι. 
Τους πόθους μου θα ξενυχτώ. 

Θα με κολλήσεις με την πλάτη. 
Θα μ' απαιτήσεις ως προστάτη. 
Σαν σουφραζέτα κι απ' τη Σπάρτη. 
Θα φτύνω και θα σ' αγαπώ. 

Με γυμνά πόδια θα τραβήξω, 
όσα κι αν είναι να τραβήξω. 
Μα και στις λάσπες θα κυλήσω 
να δείξω πόσο σ' αγαπώ.

(Αντώνης Μπούζας)

Μειδίαμα για τον δειλό

Χτυπούνε κύματα το παραθύρι μου. 
Κεριά φωτίζουν το κρησφύγετό μου. 
Ποτίζω κοκκινέλι το λαρύγγι μου. 
Σωσμένος απ' τον συρφετό μου. 

Χωμένο στης θαλάσσης τα εντόσθια 
το κάστρο μου αργά μου ψιθυρίζει.
Θεών λησμονημένων πανοράματα. 
Χαμένη ουτοπία μουρμουρίζει. 

Αγάλματα τεράτων ματαιόδοξων 
αγέρωχα κοσμούν τους διαδρόμους. 
Εμπρός μου με κρωξίματα αποτρόπαια 
θρασύτατα λαλούν δικούς τους νόμους. 

Ασφαλισμένος κι ανελεύθερος. 
Ως πρόγευμα κρατώ τον πυρετό μου. 
Αιχμάλωτος πραγμάτων επικίνδυνων. 
Σωσμένος όμως κι απ' τον συρφετό μου.

(Αντώνης Μπούζας)