Κυριακή 22 Μαΐου 2022

Μια φορά κι έναν καιρό

Ο Χρήστος ζούσε στο ξύλινο σπίτι του δίπλα σε ένα μεγάλο δάσος. Δεν είχε οικογένεια ούτε φίλους. Ούτε τον επισκεπτόταν ποτέ κανείς. Έπρεπε λοιπόν με κάποιον να μιλάει. Να βρει μια συντροφιά. Και έτσι τρύπωσε στο μυαλό του μια πολύ ωραία ιδέα.

Καθημερινά, πήγαινε στο δάσος, όχι μόνο για περίπατο και αναζήτηση τροφής, αλλά και για να κόψει κάποιο δέντρο. Όταν σκοτάδι έπεφτε και το φεγγάρι ξεπρόβαλε, υπό το φως του τζακιού, πελεκούσε τον κορμό του δέντρου και τον σκάλιζε μέχρι να του δώσει τη μορφή που ήθελε. Ήταν εξαντλητική δουλειά. Αμέσως μετά, έπλενε τον ιδρώτα του και κοιμόταν με μια γλυκιά κούραση. Μέσα σε μερικές εβδομάδες, είχε γεμίσει το σπίτι του με κοντά ξύλινα ανθρωπάκια. Στην ουσία νάνους.

Μιλούσε μαζί τους και έβγαζε από μέσα του κάθε πίκρα ή χαρά την οποία ήθελε πάντα με κάποιον να μοιραστεί. Τους αφηγήθηκε περιστατικά της ζωής του που τον σημάδεψαν. Όποτε κάτι τον προβλημάτιζε, το συζητούσε μαζί τους ώσπου να καταλήξει σε ένα θετικό συμπέρασμα. Έμοιαζαν ζωντανά και αυτό οφειλόταν στα θαυματουργά χέρια του. Μερικές φορές, νόμιζε πως κάποιο από αυτά θα άνοιγε το στόμα του και θα του μιλούσε. Ένα από τα ανθρωπάκια είχε μακριά γένια, χαρούμενα μάτια και φορούσε σκουφί. Ένα άλλο καθόταν ήρεμο και χαλαρό φορώντας πιτζάμες και ονειροπολούσε με βλέμμα μαγεμένο. Ενώ κάποιο άλλο υπνοβατούσε με τα χέρια απλωμένα μπροστά. Ήταν οι φίλοι του και σκόπευε να φτιάξει κι άλλους.

Η ώρα ήταν περασμένη και ο Χρήστος είχε κουραστεί πολύ εκείνη την ημέρα. Ξάπλωσε αποκαμωμένος και κάλυψε τον εαυτό του με την κουβέρτα μέχρι το πιγούνι. Καθώς κόντευε να τον πάρει ο ύπνος, φωνές δυνατές και ζωηρές τον έκαναν να πεταχτεί ξαφνιασμένος. Δεν πίστευε στα μάτια του. Οι νάνοι περπατούσαν γύρω-γύρω και μιλούσαν πότε μεταξύ τους και πότε σε εκείνον. Το ύφος ομιλίας τους δεν ήταν φωτεινό και φαινόντουσαν προβληματισμένοι. Τι ήθελαν να του πούνε; Τι τους στεναχωρούσε; Κάτι που έπρεπε οπωσδήποτε να μάθει. Που δεν θα ησύχαζαν αν δεν του το γνωστοποιούσαν. Μαζεύτηκαν όλοι γύρω από το κρεβάτι ενώ εκείνος δεν είχε προλάβει και μπορέσει ακόμα να σηκωθεί. Τους κοίταξε σιωπηλός. Ένας από τους νάνους του απευθύνθηκε ελαφρώς αυστηρά. Δεν θέλουμε να ξανακόψεις δέντρα για να μας φτιάξεις, είπε. Δεν θέλουμε να χάνονται ζωές για να γεννιόμαστε εμείς.

Ο Χρήστος άρχισε να τρέμει. Αυτό που του ζητούσαν ήταν αδύνατο να συμβεί. Τους είχε ανάγκη. Βλέποντας όμως τα δάκρυα στα μάτια τους άρχισε να συνειδητοποιεί ότι είχαν δίκαιο. Πράγματι, τόσο καιρό δεν το είχε καταλάβει, δεν το είχε νιώσει ότι τερμάτιζε τις ζωές δέντρων. Τα οποία δεν μπορούσαν να φωνάξουν πονεμένα αλλά πονούσαν όταν τα έκοβε. Σαν να διάβασαν τις σκέψεις του τα ανθρωπάκια επέστρεψαν σιωπηλά στις θέσεις που αυτός τα είχε βάλει, πήρανε τις αρχικές τους πόζες και έμειναν ακίνητα. Εκείνος τράβηξε την κουβέρτα από πάνω του και τα πλησίασε. Χάιδεψε με το χέρι τα κεφάλια τους. Τώρα έδειχναν και πάλι χαρούμενα. Όμως ο Χρήστος είχε πάρει μια απόφαση. Δεν επρόκειτο να κόψει άλλο δέντρο και να το σκαλίσει. Η δημιουργία αυτών των πλασμάτων από τον ίδιο έφερε στη ζωή του την ευτυχία. Και δεν σκόπευε να την σταματήσει αφού τόση δύναμη του έδινε.

Την επόμενη ημέρα ταξίδεψε στην πόλη παλεύοντας με την εσωστρέφεια και την ανάγκη του για απομόνωση. Αγόρασε πηλό. Πολύ πηλό. Και το ίδιο βράδυ, στην καλύβα του, έφτιαχνε καινούργιους φίλους. Οι οποίοι θα γινόντουσαν μια μεγάλη παρέα με τους ξύλινους προγόνους τους.

(Αντώνης Μπούζας)



Πέμπτη 19 Μαΐου 2022

Επόπτης

Σε παρακολουθεί καθώς περπατάς έξω.

Το ίδιο και μέσα στο σπίτι σου.

Δεν μπορείς να τον δεις.

Όμως είναι υπαρκτός και απτός.


Σε ξέρει από τη μέρα που γεννήθηκες.

Βρίσκεται σε κάθε μέρος που πηγαίνεις.

Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς θέλει.

Ούτε αν είναι καλός ή κακός.


Αλλά να είσαι προσεκτικός.

Μην του δείξεις ότι ξέρεις.

Κάνε σαν να μην υπάρχει.

Για να μην συμβεί κάτι άσχημο.


Θυμάσαι τις νύχτες που αισθάνεσαι

πως κάποιος περπατάει πίσω σου;

Από πού άραγε έρχεται;

Πώς είναι ο κόσμος όπου ζει;


Άγγιξες κάτι που δεν είδες.

Σε άγγιξε όμως κι αυτό.

Δείξε ότι δεν καταλαβαίνεις.

Είναι ο αόρατος ακόλουθός σου.


(Αντώνης Μπούζας)