Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2022

Ο θαλασσοπόρος

Έφτιαξα ένα καράβι από τυρί.

Τα κατάρτια όμως από ψωμί.

Το τιμόνι από κρέας χοιρινό

και ταξίδεψα σε κόσμο μακρινό.


Άραξα σε λιμάνια άγνωστα.

Μέρη πλωτά και άφταστα.

Οι Κίκονες με προσεγγίσαν.

Ήπιαν κρασί και με αφήσαν.


Βρήκα στη μέση του πελάγους

ένα νησί γεμάτο τράγους.

Βρήκαν για λίγο το μπελά τους.

Κοιμήθηκα ανάμεσά τους.


Το πόδι μου πήρε καρχαρίας.

Είπε όμως κάποιος Ζαχαρίας :

Αν εύρεις ψέμα αληθινό,

θα έχεις πόδι από χρυσό.


(Αντώνης Μπούζας)

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2022

Μεταφυσική δραστηριότητα

Τα ανεξήγητα και παράξενα περιστατικά που έλαβαν χώρα στο νησί Άφαντος ξεκίνησαν με την εμπειρία ενός ψαρά ο οποίος καθόταν σε έναν μεγάλο βράχο μπροστά στα κύματα με το καλάμι του βυθισμένο στο νερό. Μια λεπτή φωνή απροσδιόριστης προέλευσης έφτασε στα αυτιά του. "Είμαι η θάλασσα", του είπε. Εκείνος αιφνιδιασμένος έριξε μια απότομη ματιά γύρω του για να αντιληφθεί πως ήταν μόνος. "Και φέτος δεν θα πνιγεί κανένας μέσα μου", συμπλήρωσε η φωνή. Και μετά ησυχία. Ο ψαράς έτρεξε αμέσως να το πει στους δικούς του. Σύντομα, το γεγονός είχε μαθευτεί από όλο το νησί. Κάθε χρόνο, η θάλασσα κατάπινε μερικούς κατοίκους από εκείνο το μέρος. Τη συγκεκριμένη χρονιά όμως αυτό δεν συνέβη.

Οι ερμηνείες που επιχείρησαν να δώσουν στο φαινόμενο ήταν τόσες πολλές όσοι οι κόκκοι της άμμου στην παραλία. Φοβόντουσαν όμως να πιστέψουν πως κάτι αφύσικο είχε συμβεί. Κάτι που ανθρώπου νους θα τρελαθεί αν αληθινό το θεωρήσει. Το δεύτερο περιστατικό βίωσε μια οικογένεια που είχε πάει να κολυμπήσει. Δυο χρόνια μετά την εμπειρία του ψαρά. Τα παιδιά φώναζαν χαρούμενα και έκαναν βουτιές ενώ οι γονείς τους κουβέντιαζαν. Ώσπου μια φωνή σταμάτησε κάθε αντίστοιχη ανθρώπινη. Και οι τέσσερις έμειναν να κοιτάζουν άλαλοι και τρομαγμένοι τη θάλασσα. "Ακούστε με! Είμαι η κυρά που κυκλώνει αυτό τον τόπο. Που τρέφεστε από εμένα και που πεθαίνετε εξαιτίας μου. Για τους επόμενους μήνες κρατηθείτε μακριά μου! Θα γίνουν άσχημα πράγματα". Αυτά ήταν τα λόγια που τους είπε το αθέατο ον. Έπειτα, σώπασε και πάλι. Και τότε τα παιδιά βγήκαν εντελώς αθόρυβα και ήσυχα από το νερό. Και όλοι μαζί αποχώρησαν σιωπηλοί και με ένα δυνατό τρέμουλο.

Οι κάτοικοι του νησιού, όταν ενημερώθηκαν για το νέο συμβάν, έχασαν τον ύπνο τους. Η θάλασσα είναι ζωντανή και μας μιλάει, έλεγαν ορισμένοι. Οι αρχές συνέστησαν ψυχραιμία. Ο δήμαρχος θεώρησε ότι κυκλοφορεί κάποιος παράφρονας και πιθανόν επικίνδυνος. Απαγορεύτηκε στους πολίτες να πλησιάζουν τις παραλίες. Οι οποίες είχαν γεμίσει από αστυνομικούς που ερευνούσαν. Αν και οι περισσότεροι υποκρίνονταν ότι ερευνούν. Μερικοί αστυνομικοί μπήκανε στο νερό και αμέσως άρχισαν να κραυγάζουν. Τους μετέφεραν στο νοσοκομείο με πληγές σε όλο το σώμα από την μέση και κάτω. Έμοιαζαν με μικρές δαγκωματιές. Αλλά όχι ψαριών. Σκάφη άρχισαν να ψάχνουν για κάποιο περίεργο υδρόβιο πλάσμα. Όμως δεν βρέθηκε κάτι και σύντομα οι έρευνες τερματίστηκαν. Ένας μεγάλος φόβος κυρίευσε τους ανθρώπους του νησιού. Ξεκίνησαν να ακούγονται σκοτεινές σκέψεις και υβριστικές κουβέντες για την θάλασσα. Που όμως φανέρωναν την ταραχή του κόσμου μπροστά στα γεγονότα. Κάποια μέρα, οι αρχές ανακοίνωσαν πως θα πραγματοποιούνταν εκρήξεις κάτω από την επιφάνεια του νερού και γύρω από όλο το νησί με σκοπό να εξουδετερωθεί η οποιαδήποτε απειλή υπήρχε. Οι πολίτες διαμαρτυρήθηκαν έντονα φωνάζοντας πανικόβλητοι ότι δεν έπρεπε να θυμώσουνε τη θάλασσα. Αλίμονό μας, πρόφερε ένας ιερέας με φωνή ψυχρή σαν τον τάφο.

Σε ένα από τα σκάφη που πραγματοποιούσαν την τοποθέτηση των εκρηκτικών μηχανισμών, το πλήρωμα άκουσε τη φωνή που τους απευθύνθηκε αυστηρά και άγρια. Τα πόδια τους άρχισαν να τρέμουν και δάκρυα χύθηκαν από τα μάτια τους. Κόντεψαν να χάσουν τον έλεγχο του σκάφους. Ύστερα, βγήκαν στη στεριά και έτρεξαν σαν στοιχειωμένοι δρομείς να μοιραστούν όσα έζησαν. Η αφήγησή τους σόκαρε ολόκληρο το νησί. Η φωνή τους είχε πει : "Γιατί τα βάλατε μαζί μου; Δεν σας έκανα κακό. Εχθρός σαν δεν είμαι. Αλλά θα δείτε την οργή μου. Θα παγώσω. Παντού γύρω από αυτό το μέρος. Για να σας δείξω ότι με δυσαρεστήσατε. Και δεν μου άρεσε καθόλου αυτό". Οι κάτοικοι έσπευσαν στις παραλίες και ζήτησαν συγγνώμη από τη θάλασσα. Μέσα τους όμως αισθάνονταν φόβο και μίσος για εκείνη.

Μερικές ημέρες αργότερα, μια τεράστια έκταση πάγου έμοιαζε να πολιορκεί το νησί από όλες τις μεριές. Από αυτό τον πάγο πήγαζε ένα ψύχος πολύ δυνατό. Οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν με γάντια, παλτά και σκουφιά. Ούτε που διανοούνταν να προσπαθήσουν να σπάσουν τον πάγο. Ας περιμένουμε να ηρεμήσει και να μας συγχωρέσει, ψιθύριζαν. Οι αρχές αντέδρασαν παρόμοια. Θλίψη κατάπιε τις ψυχές καθώς οι εβδομάδες περνούσαν και η κατάσταση παρέμενε ίδια. Ο κόσμος παραδόθηκε μοιρολατρικά στην βαριά ατμόσφαιρα της καθημερινότητάς του. Δυο ναυτικοί καθισμένοι στην παραλία συζητούσαν μελαγχολικά. "Μα τι περιμένουν και δεν σπάνε τον πάγο;". "Μακάρι να ήταν τόσο απλό...".


(Αντώνης Μπούζας)

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

Η ελευθερία βρίσκεται στην γνώση της απόλυτης άγνοιας

Ανεβήκαμε σε σκάλες τεράστιες.

Καρφώσαμε τα σύννεφα καλά

ώστε να τα βαστά γερά ο ουρανός.

Από μέσα τους βγήκαν δυο χέρια.


Οι άνθρωποι ενθουσιάστηκαν

μπροστά στη θέα των χεριών.

Ήταν κάτι το πρωτόγνωρο.

Τους τράβηξε έξω απ' την ζωή.


Ταυτόχρονα, μερικοί ακροβάτες

σκαρφάλωναν σε αόρατα σκοινιά.

Έφταναν ψηλά και έπεφταν στη γη

μεταμορφωμένοι σε ηλιαχτίδες.


Τα μεγάλα χέρια έπιασαν το έδαφος

και το έσπασαν στα δύο

ώστε από μέσα του να βγει

ο αληθινός κρυμμένος κόσμος.


Εμείς όμως δεν τον είδαμε.

Βλέπουμε αυτόν που μας δείχνουν.

Η όρασή μας ψεύδεται.

Γιατί ποτέ εδώ δεν μας ανήκε.


Όλα τα του κόσμου μας που νομίζεις ότι ξέρεις

για τα οποία οι όντως έξυπνοι αμφιβάλλουν.

Φτάνει η ώρα του θανάτου σου

και δεν έχεις μάθει απολύτως τίποτα.

(Αντώνης Μπούζας)


Κυριακή 22 Μαΐου 2022

Μια φορά κι έναν καιρό

Ο Χρήστος ζούσε στο ξύλινο σπίτι του δίπλα σε ένα μεγάλο δάσος. Δεν είχε οικογένεια ούτε φίλους. Ούτε τον επισκεπτόταν ποτέ κανείς. Έπρεπε λοιπόν με κάποιον να μιλάει. Να βρει μια συντροφιά. Και έτσι τρύπωσε στο μυαλό του μια πολύ ωραία ιδέα.

Καθημερινά, πήγαινε στο δάσος, όχι μόνο για περίπατο και αναζήτηση τροφής, αλλά και για να κόψει κάποιο δέντρο. Όταν σκοτάδι έπεφτε και το φεγγάρι ξεπρόβαλε, υπό το φως του τζακιού, πελεκούσε τον κορμό του δέντρου και τον σκάλιζε μέχρι να του δώσει τη μορφή που ήθελε. Ήταν εξαντλητική δουλειά. Αμέσως μετά, έπλενε τον ιδρώτα του και κοιμόταν με μια γλυκιά κούραση. Μέσα σε μερικές εβδομάδες, είχε γεμίσει το σπίτι του με κοντά ξύλινα ανθρωπάκια. Στην ουσία νάνους.

Μιλούσε μαζί τους και έβγαζε από μέσα του κάθε πίκρα ή χαρά την οποία ήθελε πάντα με κάποιον να μοιραστεί. Τους αφηγήθηκε περιστατικά της ζωής του που τον σημάδεψαν. Όποτε κάτι τον προβλημάτιζε, το συζητούσε μαζί τους ώσπου να καταλήξει σε ένα θετικό συμπέρασμα. Έμοιαζαν ζωντανά και αυτό οφειλόταν στα θαυματουργά χέρια του. Μερικές φορές, νόμιζε πως κάποιο από αυτά θα άνοιγε το στόμα του και θα του μιλούσε. Ένα από τα ανθρωπάκια είχε μακριά γένια, χαρούμενα μάτια και φορούσε σκουφί. Ένα άλλο καθόταν ήρεμο και χαλαρό φορώντας πιτζάμες και ονειροπολούσε με βλέμμα μαγεμένο. Ενώ κάποιο άλλο υπνοβατούσε με τα χέρια απλωμένα μπροστά. Ήταν οι φίλοι του και σκόπευε να φτιάξει κι άλλους.

Η ώρα ήταν περασμένη και ο Χρήστος είχε κουραστεί πολύ εκείνη την ημέρα. Ξάπλωσε αποκαμωμένος και κάλυψε τον εαυτό του με την κουβέρτα μέχρι το πιγούνι. Καθώς κόντευε να τον πάρει ο ύπνος, φωνές δυνατές και ζωηρές τον έκαναν να πεταχτεί ξαφνιασμένος. Δεν πίστευε στα μάτια του. Οι νάνοι περπατούσαν γύρω-γύρω και μιλούσαν πότε μεταξύ τους και πότε σε εκείνον. Το ύφος ομιλίας τους δεν ήταν φωτεινό και φαινόντουσαν προβληματισμένοι. Τι ήθελαν να του πούνε; Τι τους στεναχωρούσε; Κάτι που έπρεπε οπωσδήποτε να μάθει. Που δεν θα ησύχαζαν αν δεν του το γνωστοποιούσαν. Μαζεύτηκαν όλοι γύρω από το κρεβάτι ενώ εκείνος δεν είχε προλάβει και μπορέσει ακόμα να σηκωθεί. Τους κοίταξε σιωπηλός. Ένας από τους νάνους του απευθύνθηκε ελαφρώς αυστηρά. Δεν θέλουμε να ξανακόψεις δέντρα για να μας φτιάξεις, είπε. Δεν θέλουμε να χάνονται ζωές για να γεννιόμαστε εμείς.

Ο Χρήστος άρχισε να τρέμει. Αυτό που του ζητούσαν ήταν αδύνατο να συμβεί. Τους είχε ανάγκη. Βλέποντας όμως τα δάκρυα στα μάτια τους άρχισε να συνειδητοποιεί ότι είχαν δίκαιο. Πράγματι, τόσο καιρό δεν το είχε καταλάβει, δεν το είχε νιώσει ότι τερμάτιζε τις ζωές δέντρων. Τα οποία δεν μπορούσαν να φωνάξουν πονεμένα αλλά πονούσαν όταν τα έκοβε. Σαν να διάβασαν τις σκέψεις του τα ανθρωπάκια επέστρεψαν σιωπηλά στις θέσεις που αυτός τα είχε βάλει, πήρανε τις αρχικές τους πόζες και έμειναν ακίνητα. Εκείνος τράβηξε την κουβέρτα από πάνω του και τα πλησίασε. Χάιδεψε με το χέρι τα κεφάλια τους. Τώρα έδειχναν και πάλι χαρούμενα. Όμως ο Χρήστος είχε πάρει μια απόφαση. Δεν επρόκειτο να κόψει άλλο δέντρο και να το σκαλίσει. Η δημιουργία αυτών των πλασμάτων από τον ίδιο έφερε στη ζωή του την ευτυχία. Και δεν σκόπευε να την σταματήσει αφού τόση δύναμη του έδινε.

Την επόμενη ημέρα ταξίδεψε στην πόλη παλεύοντας με την εσωστρέφεια και την ανάγκη του για απομόνωση. Αγόρασε πηλό. Πολύ πηλό. Και το ίδιο βράδυ, στην καλύβα του, έφτιαχνε καινούργιους φίλους. Οι οποίοι θα γινόντουσαν μια μεγάλη παρέα με τους ξύλινους προγόνους τους.

(Αντώνης Μπούζας)



Πέμπτη 19 Μαΐου 2022

Επόπτης

Σε παρακολουθεί καθώς περπατάς έξω.

Το ίδιο και μέσα στο σπίτι σου.

Δεν μπορείς να τον δεις.

Όμως είναι υπαρκτός και απτός.


Σε ξέρει από τη μέρα που γεννήθηκες.

Βρίσκεται σε κάθε μέρος που πηγαίνεις.

Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς θέλει.

Ούτε αν είναι καλός ή κακός.


Αλλά να είσαι προσεκτικός.

Μην του δείξεις ότι ξέρεις.

Κάνε σαν να μην υπάρχει.

Για να μην συμβεί κάτι άσχημο.


Θυμάσαι τις νύχτες που αισθάνεσαι

πως κάποιος περπατάει πίσω σου;

Από πού άραγε έρχεται;

Πώς είναι ο κόσμος όπου ζει;


Άγγιξες κάτι που δεν είδες.

Σε άγγιξε όμως κι αυτό.

Δείξε ότι δεν καταλαβαίνεις.

Είναι ο αόρατος ακόλουθός σου.


(Αντώνης Μπούζας)

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2022

Ουτοπία μετά τη δυστοπία

Κολυμπάω στο πάτωμα του σπιτιού μου.

Αυτή τη ζωή επέλεξα μετά το τέλος.

Όταν ο άνθρωπος σκότωσε τον εαυτό του.

Όταν ερήμωσε ο πλανήτης ολόκληρος.


Οι τελευταίες μέρες ήταν βασανιστικές.

Γινόμασταν όλο και λιγότεροι.

Έπειτα, με ρώτησαν οι άυλοι ουράνιοι,

ποια θες να είναι η επόμενη ζωή σου;


Πηγαίνω από την κουζίνα στο σαλόνι.

Το πάτωμα είναι σαν θάλασσα.

Όλα τα πράγματα γύρω μου τεράστια.

Είναι εξόχως συναρπαστικό.


Αισθάνομαι μία απέραντη γαλήνη.

Οι λάμπες, τα πολύφωτα πάντα αναμμένα.

Νιώθω σαν ακούραστος ταξιδευτής.

Σ' αυτό το μέρος έζησα και ξαναζώ.


(Αντώνης Μπούζας)

Σάββατο 12 Μαρτίου 2022

Περί της μη αντικειμενικότητας στην Τέχνη

Στα θέματα τα καλλιτεχνικά

αλήθειες δεδομένες δεν υπάρχουν.

Υπάρχουν, αν μπορείς να το δεις,

μόνο υποκειμενικές απόψεις.


Διαλέγεις και παίρνεις

όποια αλήθεια σου αρέσει.

Βλέπεις το κάθε έργο τέχνης

μ' ανεπηρέαστη ματιά.


Η δική σου άποψη

ας μην υποταχθεί

σε κανενός τα λόγια.

Μόνο εσύ μπορείς να ξέρεις.


Στην Τέχνη ο καθένας

έχει τα δικά του μάτια.

Κανείς δεν μπορεί να δει

μέσα από τα μάτια σου.


Αυτό που σε πολλούς δεν άρεσε

μπορεί να είναι για εσένα υπέροχο.

Σημαντικότερη απ' όλες η αλήθεια σου.

Όποιος κι αν είσαι.

(Αντώνης Μπούζας)

Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2022

Νυχτερινή διήγηση

Οι γονείς είχαν πάει για δουλειές και τα παιδιά είχαν μείνει μόνα τους στο σπίτι. Η μητέρα τους είχε αφήσει μπόλικη κρεατόπιτα και τα ίδια γνώριζαν πώς να εξυπηρετούν τους εαυτούς τους. Όταν νύχτωσε, κάθισαν μπροστά στο αναμμένο τζάκι, που μοναχό του φώτιζε το δωμάτιο, και μασουλούσαν την πίτα ενώ ο μεγαλύτερος αδερφός τους έλεγε ιστορίες. Μια ιστορία που τους είπε αφορούσε έναν παράξενο θρύλο της περιοχής στην οποία ζούσαν. Τα πρόσωπα των παιδιών έμοιαζαν να υπνωτίζονται καθώς την άκουγαν.

Υπήρχε κάποτε ο Γιώργος, ένας τίμιος βιοπαλαιστής που δούλεψε σκληρά για να φτιάξει το σπιτικό του και να ζήσει την οικογένειά του. Κάθε μεσημέρι, γυρνούσε σπίτι του μούσκεμα στον ιδρώτα. Έτσι όμως κατόρθωσε να μην τους λείπει τίποτα και να ζούνε ευτυχισμένοι. Ώσπου μια μέρα, επιστρέφοντας από την εργασία, βρήκε την οικεία του καμμένη και κατάμαυρη. Λίγη ώρα αργότερα, ανακαλύφθηκαν εκεί μέσα και τα πτώματα της οικογένειάς του. Ο Γιώργος έπεσε στα γόνατα και βλαστήμησε φωνάζοντας την ώρα που το φεγγάρι έκρυβαν μεγάλα σύννεφα.

Το ότι μίλησε με αυτό τον τρόπο λειτούργησε πολύ άσχημα. Ήτανε λάθος. Και, λίγες μέρες αργότερα, ενώ έμενε πλέον μαζί με μια αγαπημένη του αδερφική φίλη η οποία τον παρηγορούσε, χτύπησε σιγανά η πόρτα του σπιτιού μετά τα μεσάνυχτα. Ούτε εκείνος ούτε η φίλη του είχαν ύπνο και έτσι άκουσαν τον θόρυβο. Όταν άνοιξαν για να δουν ποιος ήταν, υπήρχε ένας άντρας που κοίταξε κατευθείαν τον Γιώργο. Είπε ότι κάποιος τον είχε καλέσει. Τόσο ο Γιώργος όσο και η Μαίρη αποκρίθηκαν πως δεν τον είχαν ξαναδεί και άρα αποκλείεται να τον καλέσανε.

Από εκείνο το βράδυ και έπειτα, ο άγνωστος στεκόταν συνεχώς έξω από το σπίτι, σε διαφορετικό σημείο κάθε μέρα. Ακίνητος και σιωπηλός. Δεν έφευγε ποτέ. Λες και δεν είχε ανάγκη να φάει ή να κοιμηθεί. Η Μαίρη ήταν ιδιαίτερα φοβισμένη. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Ο φίλος της αντίθετα δεν φοβόταν γιατί ένιωθε ότι δεν είχε πια κάτι να χάσει. Ένα πρωινό, μια γνωστή της Μαίρης τους επισκέφτηκε και ήπιε καφέ μαζί τους. Όταν της ανέφεραν και της έδειξαν τον άντρα που τους στοίχειωνε για μέρες, εκείνη απάντησε με τρεμάμενη φωνή ότι δεν έβλεπε κανέναν. Αλλά ο άντρας ήταν εκεί.

Είχαν ζητήσει βοήθεια από διάφορους όμως κανείς από όσους έσπευδαν να βοηθήσουν δεν μπορούσε να τον δει. Και, κάποιο απόγευμα, ενώ ο ήλιος έδυε, κατατρόμαξαν βλέποντας τον άντρα να κάθεται στον καναπέ του σαλονιού έχοντας εισβάλει μέσα στο σπίτι με τρόπο μυστήριο. Η Μαίρη άρχισε να φωνάζει. Αλλά ο Γιώργος την έκανε να σωπάσει. "Τι με θέλεις; Εμένα θέλεις. Έτσι;" ρώτησε τον άγνωστο. Αυτός του απάντησε με ερώτηση την οποία πρόφερε με φωνή ερπετού. "Γιατί βλαστήμησες αφού εσύ ο ίδιος έφταιγες; Ποιος ξέχασε το μάτι της κουζίνας ανοιχτό;". Ο Γιώργος άνοιξε το στόμα του ολότελα σοκαρισμένος. "Τώρα δεν μπορείς να ξεφύγεις. Είναι πια αργά. Ας μην το κάνουμε δύσκολο." συνέχισε ο άντρας χαμογελώντας σαρκαστικά. "Πάμε;" συμπλήρωσε και σηκώθηκε όρθιος τείνοντας το χέρι του στον Γιώργο. "Να πάμε πού;" ψέλλισε εκείνος. "Στο μέρος που εσύ επέλεξες. Και τώρα του ανήκεις." Ο Γιώργος παραιτημένος και με σκυμμένο το κεφάλι έπιασε το χέρι του άλλου και βημάτισαν μαζί βγαίνοντας έξω. Η Μαίρη τους παρακολούθησε, παραλυμένη από τα δυσάρεστα συναισθήματά της, να εξαφανίζονται σταδιακά στον ορίζοντα.

Από τότε, άνθρωπος δεν ξαναείδε τον χαροκαμένο πρώην οικογενειάρχη. Όμως καθένας από τους κατοίκους της περιοχής απέφευγε να βλαστημάει. Όσο θυμωμένος κι αν ήταν. Έξω από το σπίτι της Μαίρης, σε κάποιο σημείο, έπεφτε πάνω στο χορτάρι μια ανθρώπινη σκιά ανεξήγητης προέλευσης. Η οποία δεν έφυγε ποτέ.

Αντώνης Μπούζας

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2022

Η ζωή ενός δέντρου

 

Πριν από πολλά χρόνια, ζούσε ένα δέντρο επάνω σε ένα κομμάτι γης στην μέση του πελάγου. Του άρεσε που κατοικούσε σε μέρος τόσο γοητευτικό για τα μάτια του σώματος και της ψυχής. Το τοπίο χάιδευε την καρδιά του και ταξίδευε την σκέψη του. Θαύμαζε τον ζωγραφισμένο από τον ήλιο ουρανό και τις αποχρώσεις του. Και τα γλαροπούλια που έμοιαζαν με πολύ μικρά αεροπλάνα που τη μια στιγμή εκτοξεύονταν ψηλά και την άλλη βουτάγανε στα χαμηλά. Απολάμβανε να ακούει την ομιλία της θάλασσας. Η οποία του ψιθύριζε τα μυστικά της ενώ σουρούπωνε. Αρκετές φορές, το έδερνε ο αγριεμένος άνεμος σαν βάρβαρος λεηλατητής. Αλλά αυτό πάντα τελείωνε χωρίς το δέντρο να υποστεί κάποιον τραυματισμό. Βάρκα ή πλοίο δεν είχε προσεγγίσει ποτέ το νησάκι του. Πράγμα καλό διότι φοβόταν τους ανθρώπους. Μακρινοί του φίλοι επικοινωνούσαν μαζί του με τρόπο μαγικό. Του έστελναν μηνύματα για την αδιάκοπη θανάτωσή τους από ανθρώπους. Ωστόσο, υπήρχαν φορές που οι εικόνες και οι ήχοι τόσο ξεσήκωναν την φαντασία του που ήθελε να μπορούσε να γίνει συγγραφέας. Να είχε χέρια αντί για κλαδιά και μερικές σελίδες χαρτί μαζί με ένα μολύβι. Ώστε να έβγαζε από μέσα του όσα το είχαν γεμίσει αλλά δεν μπορούσε να πει. Ήταν ένα όνειρο καταδικασμένο να μην πραγματοποιηθεί. Που διαρκώς ερχόταν και έφευγε.

(Αντώνης Μπούζας)

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

Το παιδί του ονείρου

 

Κάποτε, ένας βασιλιάς είδε ένα παράξενο όνειρο που τον έκανε να πεταχτεί κάθιδρος. Ονειρεύτηκε ένα μικρό παιδί το οποίο τριγυρνούσε μέσα στο κρύο σαν αγρίμι πεινασμένο σωματικά και ψυχικά. Χτυπούσε πόρτες και ζητούσε να μπει για λίγο μέσα ώστε να ζεσταθεί και να του δώσουν λίγο φαγητό. Και όλες οι πόρτες έκλειναν. Άλλες σιγά και άλλες με δύναμη. Το παιδί συνεχώς έκλαιγε για λίγο και μετά σταματούσε. Ενώ πάντα ο βασιλιάς κοιμόταν, είδε έναν μεσήλικα που κάτι του θύμιζε. Καθόταν σε έναν θρόνο. Ζητούσε και του έφερναν μπροστά του τα πιο λαχταριστά φαγητά. Δεν κρύωνε καθόλου το σώμα του αλλά υπήρχε ένα τμήμα της ψυχής του το οποίο έτρεμε από το κρύο. Έπειτα, αφού είδε και αυτό, άκουσε στον ύπνο του μια φωνή που του είπε : αυτοί οι δύο πρέπει να είναι μαζί.


Το όνειρο του φάνηκε σταλμένο από κάποια ανώτερη δύναμη. Ζήτησε από τους μάντεις του παλατιού να του δώσουνε την ερμηνεία. Οι περισσότεροι είπαν πως τους ήταν αδύνατο. Κάποιοι προσπάθησαν να το ερμηνεύσουν αλλά βασιζόμενοι μόνο στην λογική και στην σκέψη τους και έκαναν λάθος. Υπήρχε όμως ένας γέρος μάντης που ζήτησε από τον βασιλιά διορία μιας ημέρας ώστε να μπορέσει να μάθει με τρόπο πνευματικό την ερμηνεία. Ο βασιλιάς περίμενε ανήσυχος να περάσει εκείνη η μέρα για να μάθει, όμως η μέρα δεν περνούσε. Κυλούσε αργά και σκληρά.


Το επόμενο πρωινό, ο γέρος μάντης παρουσιάστηκε μπροστά στον βασιλιά. Μου φανερώθηκε η ερμηνεία του ονείρου, του είπε αμέσως. Ο βασιλιάς κρεμάστηκε από τα χείλη του. Σύμφωνα με όσα του αποκάλυψε ο μάντης, το μικρό παιδί που είχε δει στον ύπνο του ήταν ο ίδιος πολύ πριν γίνει βασιλιάς. Τότε ζούσε φτωχικά όμως είχε ευαίσθητη ψυχή και καλοκαρδοσύνη. Ο άνθρωπος που ονειρεύτηκε καθισμένο στον θρόνο να ζει πλουσιοπάροχα ήταν φυσικά και πάλι ο εαυτός του στην τωρινή του ζωή. Η φωνή που του μίλησε στο τέλος ήθελε να του πει πως τα πλούτη και η εξουσία σκότωσαν την ευαισθησία του εντελώς και έπρεπε να ψάξει και να βρει εκείνο το παιδί. Που ακόμα υπήρχε μέσα του και τριγυρνούσε πεινασμένο μέσα στο κρύο.


Ο βασιλιάς, εκείνο το βράδυ, ξενύχτησε με ένα μπουκάλι κρασί. Σκεφτόταν πάρα πολλά. Στο βλέμμα του βασίλευε μια μελαγχολία. Όλοι οι άνθρωποι του παλατιού κοιμήθηκαν. Κάτω από ζεστά σκεπάσματα. Μόνο εκείνος παρέμεινε όρθιος, κουρασμένος και ανίκανος να ξεκουραστεί. Θυμόταν πόσο καλύτερη ήταν η προσωπικότητά του και πόσο ομορφότερη ήταν η ζωή του κάποτε. Αισθάνθηκε να νοσταλγεί την φτώχεια. Όσο παράλογο κι αν φαίνεται αυτό. Διότι τότε ήξερε να χαίρεται τα απλά πράγματα. Και να καταλαβαίνει την αξία τους. Αναρωτιόταν αν υπήρχε τρόπος να ξαναβρεί όσα του είχε στερήσει ο πλούτος. Κατά την διάρκεια της νύχτας, ξεκίνησε να χιονίζει. Υπήρχε μόνο ένα παράθυρο στο παλάτι που ήταν φωτισμένο. Από εκείνο το παράθυρο, φαινόταν η φιγούρα του βασιλιά καθισμένη και διαρκώς ακίνητη. Ένιωθε πως βρισκόταν κοντά στην λύση του προβλήματος που αντιμετώπιζε.


Την άλλη μέρα, χαμογελούσε όπως ποτέ άλλοτε. Δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος. Μέσα σε ένα βράδυ, ο παλιός του εαυτός είχε συναντήσει τον καινούργιο. Μίλησαν και άκουσαν ο ένας τον άλλον. Έμαθε ο ένας τι ήταν αυτό που ήθελε ο άλλος. Και έτσι, ο βασιλιάς είχε αποφασίσει να κάνει κάτι ασυνήθιστο για άνθρωπο τόσο οικονομικά ισχυρό. Έδωσε την μισή του περιουσία στους φτωχούς και σε ιδρύματα για αρρώστους και αναπήρους. Αν την κρατούσε για τον ίδιο, ποιος ο λόγος ύπαρξής της, αφού δεν την χρειαζόταν για να ζήσει; Προτίμησε να την χρησιμοποιήσει για να προσφέρει κάτι στην κοινωνία. Όλο το βασίλειό του γέμισε χαρούμενες φωνές, επαίνους και εγκώμια για τον ευεργέτη τους. Και εκείνος τους άκουγε πλήρης ψυχικού πλούτου. Το μικρό παιδί δεν ξανακρύωσε και δεν ξαναπείνασε ποτέ.


Αντώνης Μπούζας