Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2022

Η ζωή ενός δέντρου

 

Πριν από πολλά χρόνια, ζούσε ένα δέντρο επάνω σε ένα κομμάτι γης στην μέση του πελάγου. Του άρεσε που κατοικούσε σε μέρος τόσο γοητευτικό για τα μάτια του σώματος και της ψυχής. Το τοπίο χάιδευε την καρδιά του και ταξίδευε την σκέψη του. Θαύμαζε τον ζωγραφισμένο από τον ήλιο ουρανό και τις αποχρώσεις του. Και τα γλαροπούλια που έμοιαζαν με πολύ μικρά αεροπλάνα που τη μια στιγμή εκτοξεύονταν ψηλά και την άλλη βουτάγανε στα χαμηλά. Απολάμβανε να ακούει την ομιλία της θάλασσας. Η οποία του ψιθύριζε τα μυστικά της ενώ σουρούπωνε. Αρκετές φορές, το έδερνε ο αγριεμένος άνεμος σαν βάρβαρος λεηλατητής. Αλλά αυτό πάντα τελείωνε χωρίς το δέντρο να υποστεί κάποιον τραυματισμό. Βάρκα ή πλοίο δεν είχε προσεγγίσει ποτέ το νησάκι του. Πράγμα καλό διότι φοβόταν τους ανθρώπους. Μακρινοί του φίλοι επικοινωνούσαν μαζί του με τρόπο μαγικό. Του έστελναν μηνύματα για την αδιάκοπη θανάτωσή τους από ανθρώπους. Ωστόσο, υπήρχαν φορές που οι εικόνες και οι ήχοι τόσο ξεσήκωναν την φαντασία του που ήθελε να μπορούσε να γίνει συγγραφέας. Να είχε χέρια αντί για κλαδιά και μερικές σελίδες χαρτί μαζί με ένα μολύβι. Ώστε να έβγαζε από μέσα του όσα το είχαν γεμίσει αλλά δεν μπορούσε να πει. Ήταν ένα όνειρο καταδικασμένο να μην πραγματοποιηθεί. Που διαρκώς ερχόταν και έφευγε.

(Αντώνης Μπούζας)

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

Το παιδί του ονείρου

 

Κάποτε, ένας βασιλιάς είδε ένα παράξενο όνειρο που τον έκανε να πεταχτεί κάθιδρος. Ονειρεύτηκε ένα μικρό παιδί το οποίο τριγυρνούσε μέσα στο κρύο σαν αγρίμι πεινασμένο σωματικά και ψυχικά. Χτυπούσε πόρτες και ζητούσε να μπει για λίγο μέσα ώστε να ζεσταθεί και να του δώσουν λίγο φαγητό. Και όλες οι πόρτες έκλειναν. Άλλες σιγά και άλλες με δύναμη. Το παιδί συνεχώς έκλαιγε για λίγο και μετά σταματούσε. Ενώ πάντα ο βασιλιάς κοιμόταν, είδε έναν μεσήλικα που κάτι του θύμιζε. Καθόταν σε έναν θρόνο. Ζητούσε και του έφερναν μπροστά του τα πιο λαχταριστά φαγητά. Δεν κρύωνε καθόλου το σώμα του αλλά υπήρχε ένα τμήμα της ψυχής του το οποίο έτρεμε από το κρύο. Έπειτα, αφού είδε και αυτό, άκουσε στον ύπνο του μια φωνή που του είπε : αυτοί οι δύο πρέπει να είναι μαζί.


Το όνειρο του φάνηκε σταλμένο από κάποια ανώτερη δύναμη. Ζήτησε από τους μάντεις του παλατιού να του δώσουνε την ερμηνεία. Οι περισσότεροι είπαν πως τους ήταν αδύνατο. Κάποιοι προσπάθησαν να το ερμηνεύσουν αλλά βασιζόμενοι μόνο στην λογική και στην σκέψη τους και έκαναν λάθος. Υπήρχε όμως ένας γέρος μάντης που ζήτησε από τον βασιλιά διορία μιας ημέρας ώστε να μπορέσει να μάθει με τρόπο πνευματικό την ερμηνεία. Ο βασιλιάς περίμενε ανήσυχος να περάσει εκείνη η μέρα για να μάθει, όμως η μέρα δεν περνούσε. Κυλούσε αργά και σκληρά.


Το επόμενο πρωινό, ο γέρος μάντης παρουσιάστηκε μπροστά στον βασιλιά. Μου φανερώθηκε η ερμηνεία του ονείρου, του είπε αμέσως. Ο βασιλιάς κρεμάστηκε από τα χείλη του. Σύμφωνα με όσα του αποκάλυψε ο μάντης, το μικρό παιδί που είχε δει στον ύπνο του ήταν ο ίδιος πολύ πριν γίνει βασιλιάς. Τότε ζούσε φτωχικά όμως είχε ευαίσθητη ψυχή και καλοκαρδοσύνη. Ο άνθρωπος που ονειρεύτηκε καθισμένο στον θρόνο να ζει πλουσιοπάροχα ήταν φυσικά και πάλι ο εαυτός του στην τωρινή του ζωή. Η φωνή που του μίλησε στο τέλος ήθελε να του πει πως τα πλούτη και η εξουσία σκότωσαν την ευαισθησία του εντελώς και έπρεπε να ψάξει και να βρει εκείνο το παιδί. Που ακόμα υπήρχε μέσα του και τριγυρνούσε πεινασμένο μέσα στο κρύο.


Ο βασιλιάς, εκείνο το βράδυ, ξενύχτησε με ένα μπουκάλι κρασί. Σκεφτόταν πάρα πολλά. Στο βλέμμα του βασίλευε μια μελαγχολία. Όλοι οι άνθρωποι του παλατιού κοιμήθηκαν. Κάτω από ζεστά σκεπάσματα. Μόνο εκείνος παρέμεινε όρθιος, κουρασμένος και ανίκανος να ξεκουραστεί. Θυμόταν πόσο καλύτερη ήταν η προσωπικότητά του και πόσο ομορφότερη ήταν η ζωή του κάποτε. Αισθάνθηκε να νοσταλγεί την φτώχεια. Όσο παράλογο κι αν φαίνεται αυτό. Διότι τότε ήξερε να χαίρεται τα απλά πράγματα. Και να καταλαβαίνει την αξία τους. Αναρωτιόταν αν υπήρχε τρόπος να ξαναβρεί όσα του είχε στερήσει ο πλούτος. Κατά την διάρκεια της νύχτας, ξεκίνησε να χιονίζει. Υπήρχε μόνο ένα παράθυρο στο παλάτι που ήταν φωτισμένο. Από εκείνο το παράθυρο, φαινόταν η φιγούρα του βασιλιά καθισμένη και διαρκώς ακίνητη. Ένιωθε πως βρισκόταν κοντά στην λύση του προβλήματος που αντιμετώπιζε.


Την άλλη μέρα, χαμογελούσε όπως ποτέ άλλοτε. Δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος. Μέσα σε ένα βράδυ, ο παλιός του εαυτός είχε συναντήσει τον καινούργιο. Μίλησαν και άκουσαν ο ένας τον άλλον. Έμαθε ο ένας τι ήταν αυτό που ήθελε ο άλλος. Και έτσι, ο βασιλιάς είχε αποφασίσει να κάνει κάτι ασυνήθιστο για άνθρωπο τόσο οικονομικά ισχυρό. Έδωσε την μισή του περιουσία στους φτωχούς και σε ιδρύματα για αρρώστους και αναπήρους. Αν την κρατούσε για τον ίδιο, ποιος ο λόγος ύπαρξής της, αφού δεν την χρειαζόταν για να ζήσει; Προτίμησε να την χρησιμοποιήσει για να προσφέρει κάτι στην κοινωνία. Όλο το βασίλειό του γέμισε χαρούμενες φωνές, επαίνους και εγκώμια για τον ευεργέτη τους. Και εκείνος τους άκουγε πλήρης ψυχικού πλούτου. Το μικρό παιδί δεν ξανακρύωσε και δεν ξαναπείνασε ποτέ.


Αντώνης Μπούζας