Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2022

Νυχτερινή διήγηση

Οι γονείς είχαν πάει για δουλειές και τα παιδιά είχαν μείνει μόνα τους στο σπίτι. Η μητέρα τους είχε αφήσει μπόλικη κρεατόπιτα και τα ίδια γνώριζαν πώς να εξυπηρετούν τους εαυτούς τους. Όταν νύχτωσε, κάθισαν μπροστά στο αναμμένο τζάκι, που μοναχό του φώτιζε το δωμάτιο, και μασουλούσαν την πίτα ενώ ο μεγαλύτερος αδερφός τους έλεγε ιστορίες. Μια ιστορία που τους είπε αφορούσε έναν παράξενο θρύλο της περιοχής στην οποία ζούσαν. Τα πρόσωπα των παιδιών έμοιαζαν να υπνωτίζονται καθώς την άκουγαν.

Υπήρχε κάποτε ο Γιώργος, ένας τίμιος βιοπαλαιστής που δούλεψε σκληρά για να φτιάξει το σπιτικό του και να ζήσει την οικογένειά του. Κάθε μεσημέρι, γυρνούσε σπίτι του μούσκεμα στον ιδρώτα. Έτσι όμως κατόρθωσε να μην τους λείπει τίποτα και να ζούνε ευτυχισμένοι. Ώσπου μια μέρα, επιστρέφοντας από την εργασία, βρήκε την οικεία του καμμένη και κατάμαυρη. Λίγη ώρα αργότερα, ανακαλύφθηκαν εκεί μέσα και τα πτώματα της οικογένειάς του. Ο Γιώργος έπεσε στα γόνατα και βλαστήμησε φωνάζοντας την ώρα που το φεγγάρι έκρυβαν μεγάλα σύννεφα.

Το ότι μίλησε με αυτό τον τρόπο λειτούργησε πολύ άσχημα. Ήτανε λάθος. Και, λίγες μέρες αργότερα, ενώ έμενε πλέον μαζί με μια αγαπημένη του αδερφική φίλη η οποία τον παρηγορούσε, χτύπησε σιγανά η πόρτα του σπιτιού μετά τα μεσάνυχτα. Ούτε εκείνος ούτε η φίλη του είχαν ύπνο και έτσι άκουσαν τον θόρυβο. Όταν άνοιξαν για να δουν ποιος ήταν, υπήρχε ένας άντρας που κοίταξε κατευθείαν τον Γιώργο. Είπε ότι κάποιος τον είχε καλέσει. Τόσο ο Γιώργος όσο και η Μαίρη αποκρίθηκαν πως δεν τον είχαν ξαναδεί και άρα αποκλείεται να τον καλέσανε.

Από εκείνο το βράδυ και έπειτα, ο άγνωστος στεκόταν συνεχώς έξω από το σπίτι, σε διαφορετικό σημείο κάθε μέρα. Ακίνητος και σιωπηλός. Δεν έφευγε ποτέ. Λες και δεν είχε ανάγκη να φάει ή να κοιμηθεί. Η Μαίρη ήταν ιδιαίτερα φοβισμένη. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Ο φίλος της αντίθετα δεν φοβόταν γιατί ένιωθε ότι δεν είχε πια κάτι να χάσει. Ένα πρωινό, μια γνωστή της Μαίρης τους επισκέφτηκε και ήπιε καφέ μαζί τους. Όταν της ανέφεραν και της έδειξαν τον άντρα που τους στοίχειωνε για μέρες, εκείνη απάντησε με τρεμάμενη φωνή ότι δεν έβλεπε κανέναν. Αλλά ο άντρας ήταν εκεί.

Είχαν ζητήσει βοήθεια από διάφορους όμως κανείς από όσους έσπευδαν να βοηθήσουν δεν μπορούσε να τον δει. Και, κάποιο απόγευμα, ενώ ο ήλιος έδυε, κατατρόμαξαν βλέποντας τον άντρα να κάθεται στον καναπέ του σαλονιού έχοντας εισβάλει μέσα στο σπίτι με τρόπο μυστήριο. Η Μαίρη άρχισε να φωνάζει. Αλλά ο Γιώργος την έκανε να σωπάσει. "Τι με θέλεις; Εμένα θέλεις. Έτσι;" ρώτησε τον άγνωστο. Αυτός του απάντησε με ερώτηση την οποία πρόφερε με φωνή ερπετού. "Γιατί βλαστήμησες αφού εσύ ο ίδιος έφταιγες; Ποιος ξέχασε το μάτι της κουζίνας ανοιχτό;". Ο Γιώργος άνοιξε το στόμα του ολότελα σοκαρισμένος. "Τώρα δεν μπορείς να ξεφύγεις. Είναι πια αργά. Ας μην το κάνουμε δύσκολο." συνέχισε ο άντρας χαμογελώντας σαρκαστικά. "Πάμε;" συμπλήρωσε και σηκώθηκε όρθιος τείνοντας το χέρι του στον Γιώργο. "Να πάμε πού;" ψέλλισε εκείνος. "Στο μέρος που εσύ επέλεξες. Και τώρα του ανήκεις." Ο Γιώργος παραιτημένος και με σκυμμένο το κεφάλι έπιασε το χέρι του άλλου και βημάτισαν μαζί βγαίνοντας έξω. Η Μαίρη τους παρακολούθησε, παραλυμένη από τα δυσάρεστα συναισθήματά της, να εξαφανίζονται σταδιακά στον ορίζοντα.

Από τότε, άνθρωπος δεν ξαναείδε τον χαροκαμένο πρώην οικογενειάρχη. Όμως καθένας από τους κατοίκους της περιοχής απέφευγε να βλαστημάει. Όσο θυμωμένος κι αν ήταν. Έξω από το σπίτι της Μαίρης, σε κάποιο σημείο, έπεφτε πάνω στο χορτάρι μια ανθρώπινη σκιά ανεξήγητης προέλευσης. Η οποία δεν έφυγε ποτέ.

Αντώνης Μπούζας