Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

Θεός

Δεν κρατά μαστίγιο ο Θεός.
Ούτε διατάζει τα πολυβόλα να ηχήσουν.
Δεν αγαπάει περισσότερο εσένα. 

Αστείο για αυτόν το ''εκλεκτός''.

Στα μέτρα μας δεν έρχεται ο Θεός. 
Στο χώμα μην κοπιάζεις να τον ρίξεις. 
Μιλάμε για αυτόν χωρίς αυτόν. 
Διέξοδος για τη ψυχή οι αποδείξεις.

Ο Θεός με κοιτάζει μέσα από τα μάτια σου. 
Ο Θεός με φιλάει μέσα από το στόμα σου. 
Ο Θεός σπαράζει να με βλέπει ν' αρρωσταίνω. 
Ο Θεός μου τραγουδάει κάθε που ξυπνώ.

Ηλιοτρόπιο φύτρωσε στον τοίχο. 
Στου εφιάλτη μου τη δίνη ουράνιος βηματισμός. 
Το γέλιο σου τραβάει οάσεις που καταβρόχθισε ο χρόνος. 
Η κόμη σου αγγελικά με πνίγει, αλλά δε θέλω να σωθώ.

Αντώνης Μπούζας

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Ο πίνακας

Τα παιδιά πήγαιναν συχνά στο ακατοίκητο σπίτι του εξαφανισμένου δασκάλου, δεκατρία χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Πάντοτε χρησιμοποιούσαν το λεωφορείο για να γυρίσουν. Εκείνο το απόγευμα όμως το λεωφορείο καθυστερούσε πολύ. Και,κάποια στιγμή, ανήσυχοι και αγχωμένοι, συνειδητοποίησαν ότι θα έμεναν όλο το βράδυ εκεί. Γιατί το ραδιόφωνο του Νίκου τους ενημέρωσε για τη μεγάλη κατολίσθηση. Ο Νίκος, ο μεγαλύτερος ηλικιακά και γι αυτό αρχηγός της παρέας, προσπάθησε να τους καθησυχάσει. Ένα όμως από τα υπόλοιπα παιδιά παρέθεσε την πληροφορία ότι φήμες έλεγαν πως το σπίτι ήταν στοιχειωμένο. Ο Νίκος τότε χρησιμοποίησε τα λόγια του πατέρα του ώστε να αντικρούσει τα λεγόμενα του άλλου μέσα από μια ώριμη και λογική τοποθέτηση. Πράγμα το οποίο πέτυχε.

Αποφάσισαν ότι έπρεπε με κάποιο τρόπο να περάσουν την ώρα τους,μέχρι να βγει ο ήλιος. Ο Νίκος πρότεινε να εξερευνήσουν το σπίτι. Το εσωτερικό του οποίου ήταν το βασίλειο της σκόνης,των μικροβίων και των σκουληκιών. Η αλήθεια είναι ότι υπήρχαν υπερβολικά πολλά σκουλήκια. “Λες και το σπίτι είναι ένα μεγάλο πτώμα”, παρατήρησε κάποιος. Σε ένα από τα δωμάτια, ανακάλυψαν έναν μεγάλο πίνακα και κιμωλίες. Προφανώς, ο δάσκαλος έκανε ιδιαίτερα και στο σπίτι του. Έτσι,σύντομα βρέθηκαν καθισμένοι γύρω από το εύρημά τους να παίζουν κρεμάλα. Ο Νίκος είχε βάλει τη λέξη “μεσαιωνική συγχρονικότητα”. Την είχε ακούσει σε μια εκπομπή για μεγάλους. Ξεκαρδιζόταν στα γέλια, καθώς οι φίλοι του έσπαγαν το κεφάλι τους για να τη βρουν και εκνευρίζονταν. Είχε σχεδιάσει σχεδόν ολόκληρη τη μορφή πάνω στην κρεμάλα και τους απέμενε μονάχα μια ευκαιρία. Τα παιδιά κοιτούσαν τη λέξη ζαλισμένα. Ο Νίκος καμάρωνε για τη νίκη του και χαμογελούσε αυτάρεσκα. Ωστόσο ξαφνικά συνέβη κάτι που τον έκανε να τσιρίξει. Μια λεπτή φωνούλα ακούστηκε,προφέροντας ολοκάθαρα τη λέξη “μεσαιωνική συγχρονικότητα”. Αμέσως προκλήθηκε αναστάτωση. Ένα επιφώνημα δέους απλώθηκε σε όλο τον χώρο. Καθένας ρωτούσε τον διπλανό του αν είχε ακούσει κι εκείνος τον ανατριχιαστικό και σάπιο λόγο. Όλοι τους παραδέχθηκαν ότι μόλις είχαν γίνει μάρτυρες ενός ανεξήγητου γεγονότος,ενώ ένας τους ισχυρίστηκε με φωνή που έτρεμε πως είδε τη μορφή στην κρεμάλα να ανοίγει το στόμα της. Στο άκουσμα αυτής της μαρτυρίας,επικράτησε ατμόσφαιρα χάους και έντασης. Ο Νίκος τους ύψωσε τον τόνο, επιπλήτωντάς τους. Αντιτάχθηκε στον έκδειλο εκστασιασμό που ενέπνεε την παρέα λέγοντας ότι αυτός δεν άκουσε και δεν είδε τίποτα. Ένα από τα παιδιά,που δε μπορούσε άλλο να συγκρατήσει την οργή του,του απάντησε με εμπαιγμό: “ε,τότε έχασες! Η λέξη είναι 'μεσαιωνική συγχρονικότητα'!”. Ο Νίκος κοίταξε το πλήθος με μάτια πλημμυρισμένα από κακία και μίσος. Αναγκάστηκε όμως να παραδεχθεί την ήττα του. 

Το παιχνίδι τερματίστηκε. Κανείς τους δεν μπορούσε να ξεπεράσει το μεταφυσικό συμβάν. Έτσι αποφάσισαν να πειραματιστούν με τον πίνακα αφήνοντας τον Νίκο σε μια γωνία να βγάζει διάλεξη εκφράζοντας την αντίθεσή του. Ο Φώτης που ήταν, αν και μικρός, πολύ ταλαντούχος στη ζωγραφική γέμισε την επιφάνεια του πίνακα με το πρόσωπο του εξαφανισμένου δασκάλου. Στη συνέχεια, άρχισαν ο ένας μετά τον άλλο να ρωτάνε απευθυνόμενοι στη ζωγραφιά και στον άνθρωπο που αυτή απεικόνιζε εάν βρισκόταν το πνεύμα του εκεί μαζί τους. Καμιά απόκριση. Τα χείλη κρατήθηκαν ασάλευτα και παρέμειναν έτσι όσο κι αν βαστούσε η επιμονή των παιδιών. Υπήρχε όμως κάτι στα μάτια του που δεν άρεσε στον Φώτη. Κάτι σκοτεινό. Ήταν σίγουρος πως δεν τα είχε σχεδιάσει έτσι. Ένας μακρινός κρότος ήρθε να τους παγώσει το αίμα και να τους κάνει να κατευθυνθούν σε κάποιο άλλο δωμάτιο για να ανακαλύψουν την πηγή του. Ο Φώτης όμως παρέμεινε μπροστά στη ζωγραφιά του αγνοώντας τους. Μέσα στην απόλυτη μυσταγωγία της στιγμής,ήρθε η ώρα που ήταν πεπεισμένος ότι το πρόσωπο ήταν ζωντανό. Για να επιβεβαιώσει εκείνο τις πεποιθήσεις του άνοιξε τα αυστηρά του χείλη και γέμισε τον χώρο με τη βαριά,βροντώδη φωνή του. Είπε στον Φώτη ότι ήταν σπουδαίος ζωγράφος και ότι τον περίμενε ένα λαμπρό μέλλον. Ακόμη του αποκάλυψε πως είχε δολοφονηθεί. Η σύντροφός του τον είχε σκοτώσει μαζί με τον εραστή της και τον είχαν θάψει. Ο Φώτης δε μπορούσε να αντιδράσει στο απόκοσμο γεγονός που βίωνε. Η όψη του φαντάσματος τον υπνώτιζε. Ο λόγος του τον καθήλωνε και τον καθιστούσε ανίκανο να αντιδράσει. Κάποτε η μορφή έπαψε να μιλά και να δίνει σημεία ζωής. 

Οι υπόλοιποι μπήκαν στο δωμάτιο ανακοινώνοντας ότι ο κρότος δεν προκλήθηκε από κάτι ασυνήθιστο. Ο Φώτης με μάτια διάπλατα ανοιχτά και με φωνή γεμάτη τρόμο τους διηγήθηκε όσα είχαν συμβεί κατά την απουσία τους. Κάποιοι γέλασαν. Άλλοι έμειναν να τον κοιτάζουν αμήχανα και με φόβο που τους γεννούσε όχι κάποιο φάντασμα, αλλά το ίδιο το άτομό του. Ο Νίκος φώναξε άγρια. Του είπε ότι ήταν ψυχοπαθής. Άρρωστος. Και ότι σύντομα θα έπρεπε να τον κλείσουν σε κανένα ψυχιατρείο. Ο Φώτης ίδρωσε. Αντιλήφθηκε αυτό που πάντα γνώριζε,αλλά συνήθως απέφευγε να δει. Ότι ο φίλος του έκρυβε μέσα του ένα θηρίο,το οποίο ήταν ικανό να σε κατασπαράξει,εάν του δινόταν η ευκαιρία. Απευθύνθηκε στη ζωγραφιά του παρακαλώντας την να ξαναμιλήσει. Την ικέτευσε. Έπεσε στα γόνατα. Ο Νίκος τον ειρωνεύτηκε. Αρκετοί φίλοι του, γέλασαν. Εκείνος άρχισε να κλαίει. Μια φωνή από το πλήθος τον υπερασπίστηκε ότι μάλλον είχε κουραστεί πολύ και το μυαλό του λειτουργούσε περίεργα,αλλά σύντομα θα ήταν και πάλι καλά. Ο Φώτης κοίταξε απελπισμένος τα παιδιά. Αισθάνθηκε ξαφνικά ότι ποτέ δεν τους ένωνε τίποτα κοινό. Ήταν άνθρωποι βρωμεροί. Κι αυτός εύθραυστος σαν το μυρμήγκι μπροστά στην αρβύλα. Ο Νίκος προσποιήθηκε ειρωνικά ότι είχε πλέον πειστεί. Στάθηκε μπροστά από τον πίνακα και άρχισε να υποκρίνεται μια φανταστική συνομιλία με το πρόσωπο κατά την οποία το προέτρεπε να πάει στην αστυνομία, με ή χωρίς τον πίνακα,για να δώσει κατάθεση χώνοντας στη φυλακή τους φονιάδες του.  Κι ότι δεν ωφελούσε σε τίποτε να το αποφεύγει. Όσο πιο γρήγορα γινόταν τόσο το καλύτερο. “Εντάξει; Θα πάει;” ρώτησε ένα παιδί. Ο Νίκος γύρισε την πλάτη του στον πίνακα και τους ανακοίνωσε έκπληκτος ότι τόσο φλύαρο φάντασμα δεν είχε ξαναδεί.

Ξάφνου ένιωσε κάτι να του τυλίγει το λαιμό. Το ύφος του άλλαξε με τον πιο βίαιο τρόπο. Το ίδιο και των υπολοίπων. Ο Φώτης αντίθετα ξέσπασε σε ένα άγριο γέλιο. Το χέρι του δασκάλου είχε βγει μέσα από τον πίνακα και κράταγε σφιχτά τον λαιμό του Νίκου. Μια φωνή βουτηγμένη στο θυμό και την οργή ούρλιαξε στο αυτί του νεαρού ότι ήταν το πιο κακομαθημένο και άτακτο αλητάκι που είχε γνωρίσει ποτέ του και ότι δε σεβόταν ούτε τους νεκρούς. Είπε κι άλλα λόγια εξίσου φορτισμένα. Το σώμα του Νίκου παλλόταν αλλόκοτα από τον πανικό. Όταν κάποια στιγμή το πνεύμα ηρέμησε,έκλεισε την επίπληξη λέγοντάς του να του γίνουν μάθημα όσα είχαν συμβεί εκείνο το βράδυ και πως με μια πιο σωστή εκπαίδευση θα γινόταν ένα χρήσιμο μέλος για την κοινωνία. Έπειτα έκανε παύση. Ξαναμίλησε με χαρούμενο τόνο λέγοντας στον Νίκο ότι παρ' όλα αυτά η ιδέα του ήταν πολύ καλή. Ότι θα πήγαινε στην αστυνομία αύριο κιόλας να καταθέσει και να παραδώσει στη δικαιοσύνη τους δολοφόνους του. Τους πρότεινε μάλιστα το επόμενο πρωί να πάρουν μαζί τους τον πίνακα με το πρόσωπό του και να τον μεταφέρουν στο τμήμα. Ο Φώτης τον διαβεβαίωσε ότι έτσι ακριβώς θα γίνει,ενώ ο Νίκος σωριαζόταν στο πάτωμα άσπρος σαν το πτώμα.

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Ο ταξιδιώτης

Ο βασιλιάς συγκέντρωσε τριγύρω του τις τρεις του θυγατέρες. Τους είπε ότι θα έφευγε για ένα μεγάλο ταξίδι. Ότι θα έλειπε για χρόνια. Αλλά, όταν επέστρεφε, θα έφερνε στην καθεμιά τους από ένα δώρο. Η πρώτη, η πιο μοχθηρή κι ανασφαλής, ζήτησε ένα πνεύμα. Ένα πνεύμα παντοδύναμο, αλλά και αδίστακτο μπροστά στο καθετί, καλό ή κακό, που θα του ζητούσε ο ιδιοκτήτης του. Η δεύτερη, η πιο ματαιόδοξη, του ζήτησε μια φημισμένη αλοιφή που λέγανε ότι ήταν τόσο μαγική που σε έκανε να δείχνεις για πάντα νέος ή νέα. Η τρίτη κόρη όμως, η μικρότερη, ήταν η πιο φιλοσοφημένη απ' όλες. ¨Εγώ θέλω εσένα¨, του είπε. ¨Εσύ θα 'σαι το δώρο μου¨. Οι άλλες δυο την αγριοκοίταξαν γιατί τις έκανε να φανούν άκαρδες και σκληρόπετσες και τις εξέθεσε. Ο βασιλιάς αναχώρησε από τη χώρα.

Πέντε χρόνια ήταν άφαντος και κανείς δεν είχε μάθει νέα του. Οι δύο κόρες κακομεταχειρίζονταν την μικρότερη. 
Την μαστίγωναν, την έδερναν και βάλανε έναν χωρικό να τη βιάσει. Ο βιασμός απέτυχε, διότι το παιδί απεδείχθη διαολάκι, καθώς τον ευνούχισε μ' ένα σπαθί του πατέρα της. Βέβαια ήταν τέτοια η τρομάρα που πήρε, που από τότε και στο εξής φοβόταν ακόμα και τη σκιά της.

Στο τέλος αυτών των πέντε σκοτεινών ετών, αγγελιοφόρος είπε ότι ο πατέρας τους βρισκόταν ήδη καθ' οδόν για το βασίλειό του. Είχε κιόλας περάσει τα σύνορα. Παρ' όλα αυτά, την άλλη μέρα, έφτασε στο παλάτι ένα ξύλινο κιβώτιο, το οποίο περιείχε τα δώρα του βασιλιά, αλλά ο ίδιος δεν ήρθε. Και το πιο παράδοξο είναι ότι δεν ήρθε ούτε την επόμενη μέρα ούτε τη μεθεπόμενη. Όπως και να 'χε, οι δυο μεγάλες κόρες ήταν απόλυτα χαρούμενες γιατί ό,τι θέλανε το είχαν. Η ματαιόδοξη κόρη πήρε την κρέμα της και πασάλειψε μ' αυτήν όχι μόνο το πρόσωπο, αλλά και ολόκληρο το σώμα, από την κορυφή ως τα νύχια. “Τώρα θα μείνω για πάντα όμορφη και ποθητή”, είπε και σήκωσε τη μύτη της ακόμα πιο ψηλά. Η άλλη κόρη βρήκε μέσα στο κιβώτιο, δίπλα στο κουτί με την κρέμα, ένα δαχτυλίδι με πετράδι μαύρο. Μάντεψε ότι επρόκειτο για το σπίτι του πνεύματος κι έτσι το φόρεσε στο χέρι της. Η μικρή, μόλις το είδε, ανατρίχιασε. 

Το ίδιο βράδυ, όταν οι τρεις κόρες κατέβηκαν από τα δωμάτιά τους για να δειπνήσουν, η μικρή παρατήρησε έντρομη ότι το βλέμμα της κόρης με το δαχτυλίδι είχε παραμορφωθεί τερατωδώς. Τα μάτια της ήτανε φιδίσια. Η φωνή της έμοιαζε με ζώου, αλλά συγχρόνως ψιθυριστή. Ενώ τρώγανε, ανακοίνωσε στις άλλες δύο ότι κάποια τους είχε κλέψει ένα από τα φορέματά της. Κι ότι η κλέφτρα θα βρισκόταν σύντομα στο μπουντρούμι. Αμέσως μετά, διέταξε τους φρουρούς να ψάξουν τα δωμάτια. Η μικρή ήταν σίγουρη για την καταδίκη της. Ενώ εξακολουθούσαν να τρώνε, ένας φρουρός άρχισε να φωνάζει ότι το φόρεμα βρέθηκε. Η κόρη με το δαχτυλίδι διέταξε να συλληφθεί η ένοχος. Έτσι, οι φρουροί άρπαξαν απ΄ τα χέρια κι απ΄ τα πόδια την ματαιόδοξη κόρη και την οδήγησαν στο μπουντρούμι. Η μικρή είχε μείνει άναυδη. Κοίταξε μπερδεμένη την αδερφή της. Την επόμενη στιγμή, άκουσε μέσα στο κεφάλι της την αλλοιωμένη φωνή της να λέει ¨ο θρόνος είναι δικός μου!¨. Το παιδί ανέβηκε στο δωμάτιό του με προσποιητή ηρεμία και εσωτερική ασφάλεια και κλειδώθηκε εκεί μέχρι να ξημερώσει. 

Πέρασε μια βδομάδα κατά την οποία η μικρή κόρη υποκρινόταν την υπάκουη και την πιστή απέναντι στην αδερφή της που είχε αρχίσει ν' ανάβει τα κεριά και να γεμίζει τα ποτηριά μόνο με τη σκέψη της. Κάποια στιγμή, το παιδί δοκίμασε να πιεί από το μυστηριώδες περιεχόμενο. Δεν ήταν κρασί. Μα ούτε και κάποιο άλλο γνωστό πότο. Είχε μια γεύση περίεργη. Ένα βράδυ, απ' τα μπουντρούμια έφτασε μια κραυγή τόσο εφιαλτική και φρικώδης που οι φρουροί έτρεξαν έντρομοι για να βρουν την κρατούμενη σε μια κατάσταση που ο μεγαλύτερος ιατροδικαστής θα έχανε τα λογικά του. Με μάτια ορθάνοιχτα την παρακολούθησαν μέχρι ν' αφήσει την τελευταία της πνοή. Ο θάνατος οφειλόταν, σύμφωνα με τη μελέτη της σορού, μάλλον στην παράξενη αλοιφή. Η κόρη με το δαχτυλίδι διέταξε το πτώμα να ριχτεί στην πυρά. Από την άλλη μέρα κι έπειτα, η μικρή είχε τρομοκρατηθεί. Κι αυτό διότι η αδερφή της, την κοιτούσε με βλέμμα αινιγματικό. Το δίχως άλλο, κάτι είχε στο μυαλό να της κάνει.

Ώρα νυκτός και ενώ η μικρή κοιμότανε κλειδαμπαρωμένη στο δωμάτιο της, το κλειδί γύρισε από μόνο του και τελικώς η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Μια σκιά εισχώρησε στο εσωτερικό του δωματίου που δεν θύμιζε τίποτα το ανθρώπινο. Όταν η σκιά αυτή άγγιξε το παιδί, εκείνο πετάχτηκε όρθιο με μάτια βουρκωμένα. Μπροστά της βρισκόταν ό,τι είχε απομείνει από την αδερφή της ενσωματωμένο σε μια φρικωδία δίχως προηγούμενο. Μια κατάμαυρη μάζα με δυο κόκκινες τρύπες στην κορυφή την κοίταζε και τη ζύγωνε όλο και πιο πολύ. Η μικρή προσπάθησε να τρέξει. Αλλά ολόκληρό της το κορμί είχε παραλύσει. Το τέρας βρυχήθηκε. Με μια κίνηση την άρπαξε απ' τα μαλλιά και την σήκωσε στον αέρα. Ξαφνικά, από τις πιο σκιώδεις γωνιές αυτού του δωματίου ξεπρόβαλε μια άλλη μορφή. Υλική και συγχρόνως άυλη. Πλησίασε με βήμα αργό. Ήταν ένας άντρας λευκός σαν το πανί και με δυο μαύρες τρύπες στη θέση των ματιών του. Η μικρή κόρη άφησε ένα μεγάλο δάκρυ να κυλίσει σαν ποτάμι σε κοιλάδα. Ήταν ο πατέρας της. Είχε φέρει το δώρο που του είχε ζητήσει. Ακούμπησε με το χέρι του την κεφαλή του θηρίου κι εκείνο διαλύθηκε μεμιάς σε μύρια μαύρα κοράκια. Πήρε στα χέρια του την κόρη του και την μετέφερε στο κρεβάτι. Εκείνη δε φοβότανε. Την σκέπασε με την κουβέρτα και το βασανισμένο του κορμί αναπαύτηκε στο πλάι της ενώ αυτός της τραγουδούσε νανουρίσματα που είχε χρόνια να ακούσει. Οι φρουροί έτρεξαν, αλλά δεν βρήκαν παρά μόνο το παιδί να τραγουδάει ξαπλωμένο ένα τραγούδι παιδικό που κάπου το 'χαν ξανακούσει.

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2015

Γενέθλια

Πόσες βδομάδες αγωνίας, άγχους και ιδρώτα του πήρε για να το κάνει, ούτε που θυμόταν. Από κάποιο σημείο και μετά, η αίσθηση είχε χαθεί. Κι όμως τώρα νάτο το αριστούργημά του, απέναντί του να τον κοιτάζει και να περιμένει σιωπηλό. Ποτέ δεν πίστευε ότι θα έφτανε τόσο ψηλά. Ποτέ ότι θα ζούσε τόσο μεγάλη συγκίνηση. Ότι θα έπλαθε με τα ίδια του τα χέρια το τελειότερο δημιούργημα που γέννησε ποτέ η πλάση. Και το πιο γλυκό. Ποτέ δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τον εαυτό του, ούτε τον αγαπούσε όμως.Κι αυτό συνέβαινε ίσως επειδή άφηνε τη γνώμη των άλλων για το άτομό του να επηρεάσει τη δική του. Ίσως όμως να ίσχυε και το άλλο. Ότι τελικά όλοι αυτοί οι εχθρικοί φορείς
μίσους και αηδίας είχαν κάθε λόγο να τον σιχαίνονται και να μην τον εμπιστεύονται.

Στα 20 του διέπραξε την πρώτη του ληστεία. Ενώ πήγαινε να φύγει, ένας χοντρός ταξιτζής  είχε πέσει πάνω του προκειμένου να τον σταματήσει. Εκείνος τα 'χασε. Άκουγε τις σειρήνες να πλησιάζουν και δεν μπορούσε,  όσο κι αν πάλευε,να μετακινήσει τον πελώριο όγκο από μπροστά του. Το μυαλό του θόλωσε. Η λύση που υπήρχε ήταν ό,τι πιο σκοτεινό φώλιαζε μέσα στο μυαλό του. Άλλοτε τον γοήτευε, άλλοτε τον αρρώσταινε.  Μα πάντα το ένιωθε να παλεύει να βγει έξω. Έστρεψε το πιστόλι στον ταξιτζή και τον εκτέλεσε με μια σφαίρα στο πρόσωπο. Άρχισε να τρέχει. Οι σειρήνες σταδιακά σίγησαν. Αυτός όμως συνέχισε να τις ακούει. Τα βράδια που πλάγιαζε στο αδειανό κρεβάτι και το σκοτάδι κάλυπτε τον κόσμο γύρω του. Όταν υπήρχε σκοτάδι κι ησυχία, μια εικόνα ερχόταν συνεχώς μπροστά του. Το πρόσωπο του ταξιτζή βουτηγμένο στα αίματα. Ένα πρωινό, εκεί που ετοίμαζε το πρωινό του, άρχισε και πάλι ν' ακούει τις σειρήνες. Προσπάθησε να το αγνοήσει. Η ένταση του ήχου δυνάμωνε και τότε του ήρθε στο μυαλό το τηλέφωνο ενός ψυχιάτρου που είχε πέσει στα χέρια του. Ξαφνικά η πόρτα έσπασε και δυο πάνοπλοι συνάδελφοί του οι οποίοι όμως φορούσαν στολές όρμηξαν μες στο σπίτι. Όταν βρέθηκαν μπροστά του, άρχισε να τρέμει  ολόκληρος. Δάκρυα χάραξαν το πρόσωπό του. Τον πέταξαν με δύναμη στο πάτωμα και του φόρεσαν τις χειροπέδες, ενώ ο ένας τους τον πατούσε στην πλάτη. Η ντροπή του ήταν αβάσταχτη τους επόμενους μήνες. Οι κάμερες. Οι δημοσιογράφοι. Τα οργισμένα πλήθη που επιχειρούσαν να έρθουν πιό κοντά του... Πέρασε τα επόμενα δέκα  χρόνια στη φυλακή. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έφαγε ξύλο ή που απειλήθηκε η ίδια του η ζωή. 

Βγήκε κάποτε και νόμιζε ότι πλέον όλα θα ξανάρχιζαν από την αρχή. Το καυσαέριο του φάνηκε σαν να χε βγει από το μεγαλύτερο αρωματοποιείο. Χαμογέλασε. Περπάτησε για λίγο στην πόλη. Δεν άργησε να συναντήσει τον πρώτο του καθρέφτη. Έναν ηλικιωμένο άντρα που, στη θέα του, απομακρύνθηκε γρήγορα κοιτάζοντάς τον λες κι ήταν τέρας. Προσπάθησε να το προσπεράσει ως ένα μεμονωμένο γεγονός και να πάει παρακάτω. Τελικά όμως δεν ήταν ένας. Ήταν πολλοί. Ήταν ολόκληρη η πόλη. Από εκείνη τη μέρα, κλείστηκε σε μια άλλη φυλακή, το ίδιο του το σπίτι. Δεν τολμούσε να βγει ούτε στο μπαλκόνι. Παντού υπήρχε κάποιο πρόσωπο να του πει πως ήταν τέρας. Τα βλέμματά τους τον δολοφονούσαν αργά και βασανιστικά. Τουλάχιστον το θύμα του είχε πεθάνει γρήγορα. Ο μεγαλύτερος εφιάλτης που τον στοίχειωνε σε κάθε του βήμα εκτός σπιτιού,ήταν αυτός της αυτοδικίας. Ίδρωνε όταν ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον συμπολίτη, όποιος κι αν ήταν αυτός. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν η επίθεση με πέτρες που δέχθηκε από μια παρέα νεαρών.
Έπαθε τέτοιο κλονισμό που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη πανιασμένος από τον φόβο του. 

Πήγε στο χωριό να βρει τον πατέρα του. Τρεις ώρες ασφυξίας πέρασε στο πίσω κάθισμα ενός ταξί. 'Όταν ο οξύθυμος ταξιτζής ύψωνε τη φωνή του, αισθανόταν ότι του βγαίνει η ψυχή. Στο ραδιόφωνο μίλησαν για το αποτρόπαιο έγκλημα που είχε γίνει δέκα χρόνια πριν έξω από μια τράπεζα και πραγματικά του ήρθε να ουρλιάξει όταν ο ταξιτζής σχολίασε λέγοντας "άμα τον είχα μπροστά μου,θα τον έσκιζα στα δύο". Όταν έφτασε στο χωριό, βγήκε απ το ταξί σαν άρρωστος. 
Βάδισε αργά και με τρεμάμενα βήματα προς το σπίτι του πατέρα του. Από τις ελάχιστες οπτικές επαφές που πραγματοποιήθηκαν αισθάνθηκε την ανακούφιση να τον πλημμυρίζει. Γιατί εκεί οι άνθρωποι δεν τον ήξεραν. Δεν ήξεραν ποιός ήταν. Και ποιά ήταν η ιστορία του. Κάποτε βρέθηκε μέσα σ' ένα σαλόνι να περιμένει τη συνάντηση που τόσο λαχταρούσε. Ο πατέρας του είχε πάει για ψώνια και τον είχε υποδεχθεί ένας άλλος, φιλοξενούμενος απ΄ ότι κατάλαβε. Καθόταν μπροστά στο αναμμένο τζάκι και το μυαλό του είχε αδειάσει. Δεν υπήρχε πλέον απειλή, ήταν σίγουρος. Γιατί ο άνθρωπος αυτός που τον είχε φέρει στον κόσμο δε θα του θύμωνε ποτέ. Και ούτε κατά διάνοια δεν θα τον έβριζε και δεν θα τον χτυπούσε. Κάτι βαθιά μέσα του, του έλεγε ότι, όπως τόσες και τόσες φορές τον είχε συγχωρήσει, έτσι θα έκανε και τώρα. Ότι κι αν συνέβαινε, του είχε πει,θα τον αγαπούσε. Τα λεπτά κύλησαν προτού το καταλάβει. Η πόρτα άνοιξε και στο άνοιγμά της στάθηκε ο πατέρας του. Εκείνος σηκώθηκε από την πολυθρόνα και τον πλησίασε μ' ένα χαμόγελο. Το οποίο όμως έσβησε αμέσως. Γιατί ο πατέρας τον κάρφωσε με ένα βλέμμα φόβου και μίσους. "Φύγε από δω μέσα, τέρας! Τέρας,θα σε πετάξω στη φωτιά!", ούρλιαξε. Όλα όσα ακολούθησαν εκείνο το πρωινό φρίκης θα κατοικούσαν πάντα στο μυαλό και την ψυχή του σαν μια καταιγίδα θολών εικόνων. 

Όλα αυτά όμως ήταν πλέον παρελθόν. Εκείνη τη στιγμή, είχε απέναντί του το ίδιο του το παιδί. Οκτώ, ίσως και περισσότερες, εβδομάδες ταλαιπωρίας δεν είχαν πάει τζάμπα. Στη στράτα βρισκόταν ένα μωράκι διαφορετικό από τα άλλα. Και σήμερα είχε τα πρώτα του γενέθλια. Κι εκείνος όμως είχε τα γενέθλιά του. Το ψύχος της μοναξιάς και της εχθρότητας τον είχε αφήσει από τη στιγμή που το μωρό άνοιξε τα μάτια του. Επιτέλους, ένα πλάσμα που δε θα τον σιχαινόταν και δε θα τον μισούσε. Ένα, σαν κι αυτόν, τέρας! Άπλωσε το πλοκάμι του και το τύλιξε γύρω από το μπιμπερό με το γατίσιο αίμα. Το είχε ανάγκη για να γίνει μεγάλος και δυνατός. Την επομένη, θα το έβαζε σ' ένα καλάθι και θα το πήγαινε στην κορυφή του βουνού. Εκεί, θα το έπαιρνε αγκαλιά και θα του διηγόταν την ιστορία του. Μια ιστορία αίματος, πόνου, απελπισίας και τρόμου. Αλλά και μια ιστορία ελπίδας, δύναμης, αγάπης και λύτρωσης. Ο ήρωάς μας δάκρυσε κοιτάζοντας το σπλάχνο του. Του χάιδεψε το κεφάλι. Κι εκείνο τον κοίταξε με βλέμμα απόλυτης αποστροφής.

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

Ο ελεύθερος

Ο τύπος κάπα και γυαλιά 
βολτάρει σε σαλόνια μου παλιά. 
Μ' άδειο μπουκάλι στο 'να χέρι 
και την ελπίδα μαλαγάνικο μαχαίρι.

Ποτίζει νέκταρ τα σκυλιά. 
Οι φλέβες χρησιμεύουν σαν κλειδιά. 
Εις το γραμμόφωνο οδεύει. 
Ξέρει πώς την παράσταση να κλέβει.

Και αν καλέσω από δω 
μεταλλικό σας ιππικό, 
αυτός σαν σούστα θα πηδήσει. 
Το ιππικό θα το ζαλίσει.

Είναι φτωχός στην παγωνιά 
μα δε σηκώνει και πολλά. 
Άμα τον Άδη συναντήσει, 
άσμα στις πύλες θα αφήσει.

Αντώνης Μπούζας

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Σκιές

Στο πέρασμά μου 
τα σπίτια καίγονται. 
Δεν έχω αίμα 
μες στο μυαλό. 
Με κάθε χάδι 
οι θέρμες σβήνουνε. 
Δεν έχω λόγο 
να προσπαθώ.

Στο πέρασμά σου 
συντρίμμια ορθώνονται. 
Δεν είσαι όμως 
αποδεκτός. 
Στο πρόσωπό σου 
κλόουν οδύρονται. 
Εγώ δεν είμαι 
πιο μισητός.

Μα σε ζηλεύω. 
Και σε γυρεύω. 
Βουνά γκρεμίζω. 
Σπηλιές φωτίζω. 
Να σε στριμώξω.
Και να το διώξω. 
Το διαολάκι 
που με ρουφά.

Στο πέρασμά μου 
κήποι πυργώνονται. 
Αίμα κοχλάζει 
μες στο μυαλό. 
Για χρόνια ψάχνω
μα είσαι άφαντος.
Κι όμως τα έργα σου 
θα συναντώ.

Αντώνης Μπούζας

Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Ανάταση

Κι αν η νύχτα σε δαγκώνει,
τ' όνειρό σου δεν σκοτώνει. 
Είν' ο νους μας πεταλούδα 
που δε σκιάζεται την κλούβα. 
Να ΄σαι δυνατός σου λέω 
κι ας με δεις ξανά να κλαίω. 
Κράτα την ελπίδα ήρως, 
ανατέλλει νέος ήλιος.
(Αντώνης Μπούζας) 

Ο νεκρός

Την κραυγή μου ποιός θ' ακούσει;
Ο μολοσσός εξουσία απέκτησε, δοσμένη από μένα. 
Εστέφθει βασιλιάς σε θρόνο από σάρκα. 
Φρίκη γεννά η όψη του και θλίψη το όνομα αυτού. 
Εγώ ο γελωτοποιός του. 
Ο ήλιος μας εκεί ψηλά πάντα θα είναι μαύρος. 
Μα κι οι γυναίκες μοιάζουνε γοργόνες μελλοθάνατες. 
Κι ο εφιάλτης ο πραγματικός ακόμα δεν οράθει. 
Όλη αυτή η κόλαση μονάχα ένα πρελούδιο.

(Αντώνης Μπούζας) 

Πέρα απ΄ την μορφή του κτήνους

Γεννήθηκα μες στο σκοτάδι.
Έτρωγα κι έπινα σκοτάδι.
Μάνα Εδέμ μ' είχες ξεγράψει.
Διαθήκη σήψης μου ΄χες γράψει.
Μόνος μου πήγαινα στο ψύχος
μες σε σοκάκια δίχως ίχνος.
Κάθε λιμάνι γεμάτο ουρλιαχτά.

Ξάφνου συνάντησα το χάδι.
Με δέχτηκε στο σπίτι του
και μου στρωσε να κοιμηθώ.
Ω πόσο χρόνο είχα χάσει!

Λίγα λεπτά η παρουσία,
ένας αιώνας απουσία.
Σαν έχασα κάθε ουσία
όρμηξα να βρω αμνησία.
Ποτέ ξανά δε θα λυγίσω
σαν το λουλούδι στ' αεράκι.
Πάντοτε πρέπει να χορεύω
όπως η τρέλα στη σφαγή.

(Αντώνης Μπούζας) 

Ιδιωτικό (Στο λαβύρινθο)

Άμα χαθώ μες στο λαβύρινθο της ψυχής μου, δε θα τρομάξω.
Θα είμαι ψάρι στο βυθό φουρτουνιασμένης θάλασσας. 
Κι ας φωνάζουν οι Βακχίδες στις γωνιές
"μαστίγωσέ με, χτύπα με !". 
Κι ας είναι πίσσα το σκοτάδι και το λίγο φως απόκοσμο. 
Τους ζητιάνους θα ταΐσω να με προσκυνούν τρεις μέρες. 
Τ' άγαλμά μου θα θαυμάσω και θα ζήσω την κατάνυξη. 
Κι αν τύχει και πέσω πάνω στο παιδί που κρύβεται και τρέμει, 
ευθύς μινώταυρος θα γίνω και θα το κάνω κομματάκια, 
να σταματήσω πια να κλαίω κάτι ώρες.

(Αντώνης Μπούζας) 

Δεσμώτης

Αντίπαλε σε τρύπησα μα μάτωσα εγώ.
Οι ήχοι πάντα θα 'ρχονται απ' τον ορυμαγδό. 
Συγνώμη θέλω να σου πω, πριν σε καληνυχτίσω. 
Πέτρινη ιστορία μου,ω,πώς θα σε γκρεμίσω; 
Λαλεί ο πετεινός ξανά και βγαίνει το φεγγάρι. 
Με βλέπει να κρυφογελώ-με μαστιγώνει πάλι. 
Βλέπω κοράκι τ' αηδόνι. 
Κι όλο η κόλαση ζυγώνει. 
Μονόδρομος ο γυρισμός. 
Έτσι θ' ανθίσει ο ειρμός.

(Αντώνης Μπούζας) 

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Λευκό θηρίο

Πόσο ανυπεράσπιστος καθένας μας 
μπροστά σε μια λευκή σελίδα κι ένα στυλό; 
Να πρέπει να κοιτάξει εκεί που δεν μπορεί
Να πρέπει να ουρλιάξει χωρίς μια διακοπή.

Τα πόδια του ν' απλώνουνε ιδρώτα στο χαλί

Το χέρι του στα κύματα κρατιέται απ΄ τη σιωπή. Μία μορφή μες στο λευκό στέκεικοιτά ειρωνικά
Είναι ο ίδιος που γελάει παραφυλώντας στα βαθιά.

Μα τι καταραμένη ώρα τους δείκτες κάρφωσε στο τώρα; 
Όλα θαρρείς και ξέβαψανπολύχρωμα και σκοτεινά
Κάθε ασπίδα έλιωσε και μόνος περιμένει το σπαθί
Ο λόγος του θ' ανοίξει μια πληγή
το αίμα του θα γράψει με ορμή.

Μπορεί στο τέλος να μας έρθει από τις φλόγες ζωντανός
Μπορεί ποτέ να μη γυρίσει και στον αγώνα όλοι εμπρός
Μπορεί, με δάφνινο στεφάνινέκταρ να πίνει γελαστός
Μπορεί ο ίσκιος του να μείνει εξιστορώντας τον γραπτώς.   
(Αντώνης Μπούζας) 

Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

Το αμαξάκι

Αν δεν σε είχα ξαναδεί 
δε θα ήμουνα κλωστή 
στου αργαλειού τη μοίρα, 
νύχια - βελονιές, 
στίγμα απ' το χθες.

Αν δεν σε είχα πρωτοδεί 
δε θα ήμουνα εσύ 
στου κρεβατιού το πένθος, 
γέλιο και κραυγή- 
ένιωσα ζωή.

Ένα αμαξάκι ήρθε 
στα εσώτερα με πήρε 
κι έκανε μια βόλτα στα παλιά. 
Είδα τύμβους για εξάψεις 
μα δεν στέγνωσαν οι λάμψεις 
απ΄ τα σαπισμένα μας χαρτιά.

Αν δεν σε είχα ξαναδεί 
θα ήμουν μόνος στην σιωπή, 
αέρας να με γδέρνει, 
λιβάδια να μεθώ, 
αστέρια σε χορό.

Ένα αμαξάκι ήρθε 
στις ταφές του ρου με πήγε, 
ήπια απ'τα μάτια σου ξανά. 
Μου 'πε να σου δώσω στέμμα 
όμως να κρατώ κρυμμένα 
δυο κουρέλια χάδι γιορτινά.

(Αντώνης Μπούζας)

Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Οι μάσκες

Η Μαρία είχε αγοράσει δυο μάσκες. Κανονικά μια θα φορούσε, αλλά δεν είχε αποφασίσει ποια ήταν η πιο τρομακτική. Τις είχε ακουμπισμένες επάνω στο γραφείο της τη μια δίπλα στην άλλη και τις κοιτούσε διαρκώς με όλο και αυξανόμενο προβληματισμό. Απάντηση δεν μπορούσε να βρει.

Η μάσκα του ξωτικού ήταν ύπουλα ανατριχιαστική σε αντίθεση με αυτή του λυκανθρώπου που βρυχόταν και έδειχνε τα δόντια της. 

Σε φόβιζε, άλλα δεν μπορούσες να καταλάβεις πως το έκανε. Αυτήν θα επέλεγε εάν η φάρσα της επρόκειτο να γίνει εναντίον σκεπτόμενων ατόμων. 
Ο μέσος άνθρωπος, όμως, ήξερε καλά πως προτιμούσε τα "πυροτεχνήματα", τόσο στον τρόμο όσο και σε όλους τους υπόλοιπους τομείς.

Εξέφραζε δυνατά τις σκέψεις της κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι μάσκες να τις ακούνε. Όσο φούσκωνε από υπερηφάνεια η μάσκα του λυκανθρώπου επειδή μάλλον τελικά αυτήν θα επέλεγε, άλλο τόσο έσφιγγε τα δόντια της με οργή αυτή του ξωτικού νιώθοντας την αδικία στο πετσί της.

Ο λυκάνθρωπος δε δίσταζε να ικανοποιεί τον εγωισμό και την αλαζονεία του σε εικοσιτετράωρη βάση διαταράσσοντας την ψυχική γαλήνη του ξωτικού με ειρωνείες και πειράγματα που είχαν σαν στόχο να το μειώσουν. Το ξωτικό ήξερε ότι κατά βάθος ο αντίπαλός του το ζήλευε, γιατί γνώριζε ότι τον επέλεγαν λόγω ευνοϊκών συνθηκών και όχι επειδή πραγματικά το άξιζε. Σύντομα το ξωτικό δεν μπορούσε να αμύνεται σιωπηλά στις επιθέσεις. 
Έτσι, άρχισε να απαντάει.

Κάποια μέρα, μην αντέχοντας άλλο αυτή την κατάσταση ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, αποφάσισαν να κάνουν ένα είδος μονομαχίας. Να προσπαθήσουν να νικήσουν στην πράξη ο ένας τον άλλο πραγματοποιώντας επίθεση τρόμου στην ιδιοκτήτριά τους, η οποία εξάλλου ήταν και η υπεύθυνη για όλη αυτή την κατάσταση. Θα την τρομάζανε βάζοντας όλη τους την τέχνη και προσπαθώντας να της προξενήσουν όσο μεγαλύτερη ζημιά γινόταν.

Έτσι, όταν αργά το απόγευμα η Μαρία επέστρεψε στο σπίτι της, η μάσκα του λυκανθρώπου την περίμενε πίσω από την πόρτα μες στο πηχτό σκοτάδι. Χύμηξε πάνω της με τέτοια αγριότητα που η Μαρία λιποθύμησε. Ο λυκάνθρωπος αισθάνθηκε ότι ξεπέρασε τα όρια, άλλα δεν ένιωσε καθόλου άσχημα. Του άρεσε που εκδικούνταν μ' αυτό τον τρόπο το μήλο της έριδος. Ο θυμός του είχε εκτονωθεί λιγάκι.

Μόλις η Μαρία άρχισε να συνέρχεται, το ξωτικό στάθηκε ακριβώς από πάνω της. Κόλλησε τη μούρη του επάνω στη δική της και η γλώσσα του όρμηξε στο πρόσωπό της.
Η Μαρία ούρλιαξε και χτύπησε με το χέρι της τη μάσκα. Στη συνέχεια, πετάχτηκε όρθια φωνάζοντας και κλαίγοντας. Έτρεξε στην τουαλέτα, σκεπτόμενη ότι εκεί είχε το σπρέι για τα μαλλιά της το οποίο ίσως μπορούσε να χρησιμοποιήσει σαν όπλο εναντίον των πλασμάτων. Μπήκε μέσα και έκλεισε δυνατά την πόρτα πίσω της. Την κλείδωσε κιόλας.

Πήγε στον νιπτήρα και έβαλε το πρόσωπό της κάτω από τη βρύση. Καθώς το νερό έπεφτε πάνω της παγωμένο, επέστρεφε η ψυχραιμία της και η λογική. Ηρεμούσε. 
Ξαφνικά όμως η μάσκα του λυκανθρώπου που βρισκόταν μαζί της στην τουαλέτα χωρίς να την έχει πάρει είδηση, της επιτέθηκε από πίσω, πιέζοντάς της το κεφάλι μέσα στον γεμάτο νερό νεροχύτη. Η Μαρία δε μπορούσε να κάνει τίποτα. Η δύναμη που της ασκούσε ήταν πολύ μεγάλη. Ένιωσε να πνίγεται. Πάλευε να γλιτώσει αλλά μάταια. Το οξυγόνο της τελείωνε και από στιγμή σε στιγμή θα εισέπνεε νερό. Τότε ήταν που η μάσκα ελάττωσε την πίεση και υποχώρησε γρυλίζοντας ευχαριστημένη, καθώς η κοπέλα σωριαζόταν κάτω μούσκεμα με την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή.

Μέχρι στιγμής, ο λυκάνθρωπος προηγούνταν και η μάσκα του ξωτικού δεν ήθελε να χάσει τον αγώνα. Αποφάσισε ότι έπρεπε να την σκοτώσει με την τρομάρα που θα της έδινε. Μόνο έτσι θα διόρθωνε την μεγάλη ζημιά που είχε υποστεί η αυτοεκτίμησή του,
λόγω αυτής της ιστορίας. Άρχισε να φουσκώνει. Φούσκωνε διαρκώς. Όλο και πιο πολύ. Ήθελε να γίνει όσο πιο μεγάλη μπορούσε.

Ο λυκάνθρωπος περίμενε την Μαρία κρυμμένος και, όταν αυτή βγήκε από την τουαλέτα κρατώντας στα χέρια της ένα ψαλίδι, την ακολούθησε χωρίς να γίνει αντιληπτός.
Η γυναίκα άρχισε να ψάχνει το σπίτι. Έμπαινε σε κάθε σκοτεινό δωμάτιο με τρομερή αγωνία και άναβε τα φώτα αστραπιαία. 
Η καρδιά της κόντευε να εκραγεί. Παλλόταν σαν τρελή μες στο στήθος της.

Ο λυκάνθρωπος ήταν αποφασισμένος αυτή τη φορά να την ξεκάνει. Μόνο έτσι θα νικούσε την άλλη μάσκα, μια για πάντα. Περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Οι κινήσεις του ήταν μελετημένες πάρα πολύ προσεκτικά. Έπρεπε να χτυπήσει δυνατά. 
Να την θερίσει.

Η Μαρία έφτασε στη μεγάλη της κάμαρα και στάθηκε ακίνητη στο σκοτάδι. Ένιωθε μάζες αέρα να πέφτουν πάνω της, εμποδίζοντάς την σχεδόν να αναπνεύσει. Κι όμως. Η μπαλκονόπορτα ήταν κλειστή. Γεμάτη περιέργεια, άναψε το φως και βρέθηκε μπροστά σε ένα θέαμα που την έκανε να γίνει κάτασπρη από το φόβο της.
Η μάσκα του ξωτικού είχε γίνει τεράστια.
Γέμιζε ολόκληρο το δωμάτιο. Η γυναίκα αισθάνθηκε την αναπνοή της να κόβεται. Το ξωτικό της χαμογέλασε με τα σαπισμένα του δόντια. Την κοίταξε εκφράζοντας στο βλέμμα του όλο το μίσος που είχε μέσα της η κατάμαυρή του ψυχή.

Η Μαρία προσπάθησε να τρέξει, αλλά ένιωσε τα πόδια της να κόβονται και έπεσε στο πάτωμα. Έμεινε να κοιτάζει τη μάσκα με το αίμα παγωμένο. Την επόμενη στιγμή, η μάσκα του λυκανθρώπου πετάχτηκε πάνω της και την δάγκωσε στο σβέρκο. 
Η Μαρία ούρλιαξε με τρόμο και έπειτα σωριάστηκε κάτω νεκρή. 
Η καρδιά της δεν είχε καταφέρει να αντέξει.

Οι δυο μάσκες στάθηκαν η μια απέναντι στην άλλη και κοιτάχτηκαν με βλέμμα θανάσιμο. Η μάσκα του λυκανθρώπου ζήτησε από αυτή του ξωτικού να παραδεχθεί την ήττα της. 
Εκείνη όμως της απάντησε με φωνή που έσταζε φαρμάκι ότι χωρίς την δική της επίθεση τίποτα δε θα είχε γίνει. Αυτή είχε νικήσει. Η άλλη ήταν ένα τίποτα. Ένα μηδενικό. Ένα σκουπίδι. Κοίταξαν με μίσος που ξεχείλιζε από τα μάτια τους η μια την άλλη και όρμηξαν με λύσσα.

Η μάσκα του λυκανθρώπου έκανε κομμάτια αυτήν του ξωτικού μην καταφέρνοντας ωστόσο να αποτρέψει την θανάσιμη αιμορραγία που της προκλήθηκε, όταν η μάσκα του ξωτικού την πλάκωσε. Ο πόλεμος είχε τελειώσει και όπως σε κάθε πόλεμο δεν υπήρχε νίκη. Μόνο θάνατος.

Αντώνης Μπούζας

Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Χρώμα

Υπήρχε κάποτε ένας καλλιτέχνης των Κόμικς ,ο οποίος σχεδίαζε διάφορες μορφές στο τετράδιό του. Μορφές από άλλους κόσμους, ιδανικές. Ο καλλιτέχνης όμως δεν τις φρόντιζε ιδιαίτερα. Τουλάχιστον όχι έτσι, όπως θα έπρεπε. Το σημαντικότερο πράγμα που τους στερούσε ήταν το χρώμα.
Πολλές εξ αυτών βασανίζονταν διαρκώς από αυτό το παράπονο . Συζητούσαν μεταξύ τους και προσπαθούσαν να σκεφτούν μια λύση στο μεγάλο τους πρόβλημα. Ανάμεσά τους υπήρχε η φιγούρα ενός αστροναύτη, η οποία συχνά τους πρότεινε να δραπετεύσουν από το τετράδιο του δημιουργού τους και να αναζητήσουν την λύτρωση πέρα από τα σύνορα της πραγματικότητας που είχαν συνηθίσει. Καμιά δεν ήθελε να την ακούσει. Την χαρακτήριζαν τρελή. Ίσως και να ήταν. Η ίδια όμως το είχε πάρει απόφαση ότι δεν θα έμενε για πολύ εκεί.
Και ένα πρωινό, πριν ξυπνήσει ο καλλιτέχνης, πριν ξυπνήσει και ούτε μια από τις υπόλοιπες μορφές, η φιγούρα του αστροναύτη έδωσε ένα σάλτο και πήδηξε έξω από το ανοιχτό τετράδιο.
Κοίταξε πίσω της με περηφάνια και ανακούφιση. Ίσως και λίγη θλίψη, μιας και εκείνη τη στιγμή αποχαιρετούσε ίσως και για πάντα το σπίτι της, άλλα και την οικογένειά της.
Έπειτα, έστρεψε το πρόσωπό της προς τα εμπρός και προχώρησε.
Αναρωτιόταν που θα μπορούσε να βρει αυτό που τόσο λαχταρούσε, λίγο χρώμα για να βάψει το λευκό κορμί της. Ήταν πραγματικά μεγάλη ντροπή να υπάρχει σε έναν κόσμο χρωμάτων με το πιο απαξιωμένο από όλους χρώμα.
Περπατούσε από δω κι από κει μες στο δωμάτιο του νεαρού σκιτσογράφου, παρατηρώντας προσεκτικά τριγύρω της και προσπαθώντας να ανακαλύψει τη δική της Ιθάκη.
Κάποτε,παρατήρησε τους μεγάλους μαρκαδόρους που δέσποζαν απάνω στο γραφείο, μέσα σε φλιτζάνια του καφέ όπου και τους αναζητούσε ο καλλιτέχνης, όποτε τους χρειαζότανε, αν τους χρειαζότανε ποτέ. Το πρόσωπό της φωτίστηκε. Αυτή ήταν η λύση. Είχε ήδη φτάσει στον προορισμό της.
Σκαρφάλωσε στην επιφάνεια του γραφείου. Ευθύς έφτασαν στ' αυτιά της τα χαχανητά των διαφόρων παρατηρητών της τιποτένιας της όψης. Μαρκαδόροι, μολύβια, βιβλία, και μια σελίδα, λευκή κάτω από άλλες περιστάσεις, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση στολισμένη με μια μεγάλη μουτζούρα . Όλοι αυτοί γελούσαν εις βάρος της.
Τους αγνόησε επιδεικτικά, επιδιώκοντας έτσι να πάρει μια μικρή εκδίκηση, και πλησίασε έναν ανοιχτό γαλάζιο μαρκαδόρο που είχε ξαπλώσει σε μια γωνιά και ο οποίος, όλως παραδόξως, δεν γελούσε.
Του ζήτησε να την βάψει. Το γαλάζιο ήταν το χρώμα των ονείρων της. Δεν υπήρχε περίπτωση, σκεφτόταν, να της αρνηθεί. Τι θα του κόστιζε εξάλλου;
Ο μαρκαδόρος όμως παρέμεινε σιωπηλός. Η φιγούρα του αστροναύτη επανέλαβε με δυνατότερη φωνή. Τότε ο μαρκαδόρος την κοίταξε με βλέμμα που φανέρωνε την μεγαλύτερη περιφρόνηση που θα μπορούσε να υπάρξει και είπε απλά ότι δεν ήταν διατεθειμένος να ξοδέψει έστω και λίγο από το πολύτιμο χρώμα του για κείνη.
Η φιγούρα ένιωσε να της κόβονται τα πόδια. Με το κεφάλι σκυμμένο τράπηκε σε φυγή. Άκουσε πίσω της τα γέλια και τις κοροϊδίες για τελευταία φορά και κατέβηκε σχεδόν κουτρουβαλώντας από το μέρος εκείνο που θύμιζε κολαστήριο. Κατά βάθος όμως ήξερε ότι το κολαστήριο το κουβαλούσε μέσα της.
Η φιγούρα έμεινε ξαπλωμένη με το πρόσωπό της χωμένο στην επιφάνεια του χαλιού να κλαίει με λυγμούς. Με τι μεγάλη κατάρα την είχε φορτώσει ο δημιουργός της; Μήπως τελικά θα ήταν καλύτερο για κείνη να είχε μείνει στο τετράδιο μαζί με τους όμοιούς της; εξάλλου, σε έναν κόσμο μετριότητας, ο μέτριος δεν είναι πιο κάτω από τους άλλους.
Ενώ έκλαιγε, άκουσε κάτι να κινείται δίπλα της. Πετάχτηκε όρθια και αντίκρισε μια τεράστια σκιά. Ερχόταν πάνω απ' το κρεβάτι.
Ήταν η σκιά του καλλιτέχνη. Αυτή δεν κοιμόταν, όπως ο ιδιοκτήτης της. Όταν αυτός απουσίαζε, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκείνη έκανε πάρτι. Δεν βρισκόταν πλέον κάτω από την εξουσία του.
Η φιγούρα έμεινε να την κοιτάζει σκεφτική. Το κλάμα της σταδιακά σταμάτησε. Μια τρελή ελπίδα γεννήθηκε μέσα στη ψυχή της.
Κάθισε και διηγήθηκε όλη την ιστορία της στη σκιά. Ύστερα τη ρώτησε αν ήταν εκείνη περήφανη για το χρώμα της που στη γλώσσα των καλλιτεχνών ήτανε σύμβολο όλων των σκοταδιών στον κόσμο και εάν θα ήταν διατεθειμένη να το αλλάξει με το δικό της.
Η σκιά την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. Φυσικά και θα το έκανε, της αποκρίθηκε. Δεν το ήθελε πάνω της ούτε λεπτό πλέον. Απλά, εδώ και καιρό, το υπέμενε.
Η φιγούρα χάρηκε απίστευτα. Άρχισε να νιώθει πολύ πιο όμορφα απ' ότι ένιωθε πριν από λίγο.
Έδωσαν λοιπόν τα χέρια και πήραν η μια το χρώμα της άλλης.
Ενθουσιάστηκε η φιγούρα με το καινούργιο της χρώμα. Το οποίο δεν ήταν συνώνυμο της κενότητας και της μηδαμηνότητας, αλλά αντίθετα του φόβου και της δύναμης που αυτός μπορούσε να δώσει.
Δεν ήταν πια το μυρμήγκι, αλλά ο γίγαντας. Ο κυνηγός. Ο αφέντης.
Ανέβηκε επάνω στο γραφείο, αυτή τη φορά με άλλο αέρα. Τρομοκράτησε μέχρι θανάτου τον γαλάζιο μαρκαδόρο και όλους τους υπόλοιπους παρόντες.
Είχε τυφλωθεί απ' το μίσος. Έτρεξε σ' όλο το σπίτι. Παντού υπήρχαν υποψήφια θηράματα της μανίας του.
Στο τέλος της ημέρας, επέστρεψε πίσω στο τετράδιο να την θαυμάσουν οι παλιοί της σύντροφοι. Εκείνοι, μόλις την είδαν, φρίκη κυρίευσε το μυαλό τους. "Θεέ μου! είναι μολυσμένος! είναι μολυσμένος!", ξέσπασαν όλοι τους.
Η φιγούρα αναρωτήθηκε αν έπρεπε να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Ύστερα, κατάλαβε.
Δεν υπήρχε πια γι αυτήν σπίτι.
Τα λευκά πλάσματα την περικύκλωσαν. Την έδεσαν χειροπόδαρα και την περιέφεραν για ώρα, χλευάζοντάς την και γελώντας με κακία.
Σε μερικές ώρες, ήταν κιόλας νεκρή.

(Αντώνης Μπούζας)

Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Παραινέσεις

-Υπόταξε τη σκέψη! 
-Πώς γίνεται αυτό; 
-Νανούρισμα με ήλιο, 
 Πικάσσο και ποτό.

-Βάλε στο τέρας χαλινάρι!   
-Θεέ! Πώς θα το κάνω; 
-Ρώτα όσα δεν πιάνω. 
 Και ζύγωσε το ραψωδό 
 που παίζει σε στο πιάνο.

-Τραγούδησε με τα πουλιά! 
-Δεν έχω πια πουλιού λαλιά. 
 Δεν θρέφω γω τον αετό 
 που βάφει κόκκινα πανιά. 
-Ο αετός έχει δυο κιάλια. 
 Ζήτα του να σε βγάλει βόλτα 
 στου γαλαξία τ' ακρογιάλια. 
 Φίλησε ράμφος από χνούδι 
 που πλάθει λόγος γι' αγγελούδι.

-Της συμφοράς κλείσε το στόμα! 
-Μα είμαι χείλη δίχως χρώμα. 
-Γιάτρεψε το μικρό μου πτώμα, 
 άσε με να σου δείξω βήμα 
 στου χαλασμού τη γη ακόμα.

(Αντώνης Μπούζας)

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Ανατροπή

Λέει στον άντρα η γυναίκα: 
"Θα σε εκδικηθώ απόψε.

Για το ταξίδι που μου στέρησες. 
Για τις ελπίδες μου που έσφαξες. 
Που πήγα να χαμογελάσω 
και τα δοντάκια μου ξερίζωσες.

Για την του γένους ασφυξία. 
Για την αρσενική πορνεία. 
Για το ραβδάκι που μου άρπαξες. 
Το λουλουδάκι που μετάλλαξες.

Δεν είμαι 'γω, κόβω το στήθος. 
Δεν είμαι πια, δικός σου οίκος. 
Μου 'μαθες δόντια να φιλώ. 
Μου 'βαλες μάτια με κενό.

Συγνώμη μου ζητάν κλαμμένοι 

απόγονοί σου πουλημένοι. 
Μ' αυτούς μαζί θα τραγουδήσω, 
μα πρώτα εσένα θα νικήσω.

Να σε καρφώσω στην καρδιά, 
μπας και πονέσεις μια φορά".

(Κι εγώ βλέπω σε όραμα 
το μέλλον με αρβύλες).

(Αντώνης Μπούζας)

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Εύθραυστη ιστορία

Μου πήρες τα ματάκια της, 
αγαπημένη θλίψη. 
Ζωή με δάκρυ και γιατί, 
ανθρωποκτόνα πλήξη.

Το στόμα της στο στήθος μου 
ηλεκτροσόκ να κάνει. 
Κι εγώ να μένω μ' άδειο στόμα 
απ' της εικόνας της την πλάνη.

Ύστερα ήρθε η βροχή. 
Λάβωσε την απάτη μας. 
Ρούφηξε θάλασσα κι ακτή. 
Κλάψαμε το κρεβάτι μας.

Το κραγιόν σου από πέρσι 
έχω ακόμα στο ποτήρι. 
Το τσιγάρο να μου λέει 
"θα σου κάνω το χατίρι".

Μέσα μου χτυπούν δυο λέξεις 
που δεν πρόλαβα να πω. 
Μη μου φεύγεις, γύρνα πίσω. 
Είσ' ο λόγος που επιζώ.

Κάποια μέρα θα κινήσω 
το λευκό να φέρω πίσω. 
Λίγες ώρες για να ζήσω 
πριν τον κόσμο αυτόν αφήσω.

(Αντώνης Μπούζας)

Απών

Βομβαρδισμός νεκροκεφαλών βαμμένων με σπέρμα αιμάτινο.
Κι εγώ να νιώθω σήμερα πως χλώμιασα πολύ ξανά.
Στέκει πάνω απ' το κρεβάτι μου με τη μαύρη του όψη.
Δυο στήθη κατακόκκινα πετιούνται μες απ' τις σκιές.
Το τέρας μου χαμογελά και γλείφεται ενώ βογκά.

Όσο κι αν πασχίζεις να γλιτώσεις,
και τον θάνατο νομίζεις πως εφόβησες,
εκείνος πάντα θα προσμένει.
Στη γωνία του τη φλόγα σου να διώξει.
Στη γωνία του το κλάμα σου να νιώσει.
Στη γωνία του δρεπάνι να σου χώσει.

Κι άμα ακόμα πίσω άφησες την πρώτη νύχτα,
κι αν τον ιδρώτα πρόδωσες που χύσατε μαζί,
τα αίματα που χύθηκαν και βάψαν τα λουλούδια,
το σάλιο που εσιώπησε δίψας αιώνιο κορμί.

Όσο κι αν πασχίζεις να γλιτώσεις,
ο θάνατος αόρατος θα σε ακολουθεί.
Γι' αυτό απόψε ούρλιαξε στην αγκαλιά μιας πόρνης
κι αύριο μέθα μεσοπέλαγα στις τρεις η ώρα το πρωί.


Είμαι προφήτης και τα έζησα
στ' άψυχο κρέας των στιγμών.
Είμαι αυγούλα και ξεψύχησα,
αλλά με θάψανε απών.


(Αντώνης Μπούζας)