Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Καρδιακό

Ιπτάμενος ιππότης στην κάψα του χειμώνα.
Νεράιδα που ψάχνει στον κόσμο μια σιωπή.
Μην την περιγελάτε,εσείς ξενυχτισμένοι.
Στο στόμα σας διψάει και τρέμει το φιλί.



Ηφαίστειο που στάζει στο κέντρο της αυλής μου.
Μη μου το παίρνεις, θεέ μου! Πώς θα χορτάσω εγώ;
Υπόγειο στεγάζει το δέντρο της μικρής μου.
Kι εγώ στο σώμα ψέλνω. Χαϊδεύω το θεριό.

Χτυπάνε τα νταούλια,το όνειρο ξυπνάει.
Οι πύλες του δεσπόζουνε μπροστά σας στερημένες.
Δε δέχονται γραβάτες, νυστέρια, χρυσά σκήπτρα.
Αδέρφια τους ορίζουνε μονάχα τα παιδιά.

Ατρόμητος διαβάτης διασχίζει τις ουλές σου.
Δαγκωματιές γεμίζει μα λέει, δε θα χάσει.
Ακόμα και αερικό,στο τέρμα τους θα φτάσει.
Σημαιοφόρος που κρατά ολόφωτο γέννας παρόν.

(Αντώνης Μπούζας)

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Hλεκτρισμένος εξολοθρευτής

Ξερνούν τα μάτια μου γνήσιο, άσπιλο ηλεκτρισμό
ψήνοντας τα πάντα γύρω μου, ακόμη και εσένα.
Οι Απρόσωποι τρέχουν φλεγόμενοι.
Και τα παιδάκια σκέφτονται τις αλάνες, τις μπάλες, τα γέλια.
Που δεν τα είδανε ποτέ και ούτε θα τα δούνε.



Ένα ζευγάρι δίνει το τελευταίο του φιλί.
Πολλά είχε να της πει, πολλά είχε να του πει.
Αλλά δεν το άνοιξαν ποτέ τους το ρημάδι.
Τώρα, καθώς διανύουν τα στερνά τους τα λεπτά,
ανακαλύπτουν μια γλώσσα άλλη.
Εκείνη των ματιών.


Όλοι με κοιτάζουν τρεμάμενοι.
Ένας ψυχίατρος μου καρφώνει μια ένεση στο μάτι-δεν πειράζει, έχω τ' άλλο.
Χοροπηδώ σαν καλικάντζαρος με την καρδιά μου μεθυσμένη.
Ποτέ μου δε μπόρεσα να καταλάβω πώς το σκοτάδι για μένα είναι φως
και πώς το φως σκοτάδι.


Δύο χαζοί χορεύουνε πιασμένοι χέρι-χέρι.
Βλέπεις, όσο κι αν είμαστε τυφλοί,
σε κάτι τέτοιες ώρες, χαμογελά η βεβαιότητα.
Κι είμαστε όλοι ίσοι.
Δεν υπάρχει ψηλός και κοντός μπροστά στο ανυπόταχτο παιδί που λέμε φύση.


Άλλοι με βλέμμα αναχώρησης,
άλλοι λες κι ετοιμάζονται να αγκυροβολήσουν.
Νιώθω πως έχω πιστούς που προσκυνάνε.
Μα έχω πλέον κουραστεί να παίρνω τα κεφάλια των απίστων.
Λέω να πάω να κοιμηθώ κι αύριο συνεχίζω.
Στέλνω ένα χαιρετισμό στο διψασμένο πλήθος,
φωνάζω δυνατά πως αύριο θα τους ψήσω,
αλλά -για δες!- μια αστραπή κατέβηκε και έψησε εμένα.


(Αντώνης Μπούζας)