Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Το κινητό

Μίλησε πολλή ώρα στο κινητό με τη φίλη της πάνω σε διάφορα θέματα κυρίως όχι μεγάλης σημασίας. Την καληνύχτισε, έκλεισε το κινητό και το έβαλε στην τσάντα της. Πήρε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι της μέσα από σκοτεινά δρομάκια. Η πόλη κοιμόταν με το ένα μάτι ανοιχτό. Μια παρέα εφήβων καθόταν κάπου στο βάθος σιωπηλή σαν τάφος. 

Το κινητό άρχισε να χτυπάει μες στην τσάντα. Αλλά πώς συνέβαινε κάτι τέτοιο αφού το είχε κλείσει προηγουμένως; Το πήρε στα χέρια της και διαπίστωσε πως την καλούσαν με απόκρυψη. Έβαλε το τηλέφωνο στο αυτί της και άκουσε μια φωνή απόκοσμη να της λέει, είμαι ο μπαμπούλας των κινητών. Εκείνη αστειεύτηκε χωρίς να αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ο κάτοχος της φωνής της είπε ότι δεν κάνει πλάκα και πως σε έξι ώρες θα ερχόταν για να την πάρει. Η γυναίκα αισθάνθηκε μια απροσδιόριστη ανατριχίλα. 

Έξι ώρες αργότερα, βρισκόταν στο μπαλκόνι του σπιτιού της αδυνατώντας να ηρεμήσει και να μπορέσει να κοιμηθεί. Αγνοούσε ότι είχαν περάσει έξι ώρες από το αλλόκοτο τηλεφώνημα. Ο μπαμπούλας της είχε πει ακόμη πως θα την έπαιρνε πόρνη στο χαρέμι του το οποίο χαρέμι δεν υπήρχε σε αυτό τον κόσμο. Και πως πήρε κι άλλες γυναίκες ωραίες σαν κι αυτή από όλες τις γωνιές του πλανήτη. Καθώς τα θυμόταν όλα αυτά, της φαινόντουσαν κάπως ανησυχητικά. 

Ξαφνικά, η γυναίκα ένιωσε την καρέκλα στην οποία καθόταν να κουνιέται. Να κουνιέται λες και άλλαζε σχήμα. Και μετά ολόκληρο το μπαλκόνι έμοιαζε ν' αλλάζει σχήμα. Ν' αποκτάει εξογκώματα σε κάποια σημεία και βαθουλώματα σε άλλα. Τα οποία έρχονταν και φεύγανε. Τα κτίρια γύρω της άρχισαν να λιώνουν σαν τυρί στην τοστιέρα. Οι δρόμοι επίσης. Παρατήρησε με τρόμο ότι το φεγγάρι δεν βρισκόταν πια στη θέση του και πως μια τρύπα το είχε αντικαταστήσει. Κι από την τρύπα εκείνη πετάχτηκε ένα χέρι και την άρπαξε.

(Αντώνης Μπούζας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου