Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Ο γελωτοποιός

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας τύπος σε μια φτωχική γειτονιά. Το όνομά του ήταν Νίκος αλλά ο κόσμος του είχε δώσει το παρατσούκλι γελωτοποιός κι έτσι συνήθιζαν να τον λένε και το πραγματικό του όνομα το ξέχασαν με τον καιρό. Ο λόγος που του έδωσαν αυτό το παρατσούκλι ήταν ότι του άρεσε να κάνει συνέχεια αστεία. Αγαπούσε να βλέπει τον κόσμο να γελάει και κυρίως τα μικρά παιδιά. Καθημερινά έστηνε ολόκληρη παράσταση κάνοντας μιμήσεις, κάνοντας αστεία τη φωνή του  και τα παιδιά στεκόντουσαν γύρω του, τον έβλεπαν και ξεκαρδίζονταν στα γέλια.
Ο γελωτοποιός ήταν ένας άνθρωπος κατά βάθος θλιμμένος και είχε απελπιστεί από τη ζωή. Έτσι λοιπόν το γέλιο που χάριζε στους άλλους ήταν γι αυτόν η μοναδική ηλιαχτίδα  στο σκοτάδι του.
Η χώρα του όμως βυθιζόταν στην οικονομική κρίση. Υπήρχε πάρα πολλή πείνα και άνθρωποι είχαν χάσει τα σπίτια τους. Έτσι λοιπόν όσο περνούσε ο καιρός ο γελωτοποιός έβλεπε να γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ζωγραφίσει ένα χαμόγελο στα πρόσωπα των ανθρώπων. Αυτός έκανε τις πιο αστείες γκριμάτσες, έλεγε τα πιο ωραία ανέκδοτα, μα όταν τελείωνε την παράστασή του τα παιδιά δεν είχαν γελάσει ούτε στο ελάχιστο κι έδειχναν βυθισμένα σε σκέψεις απελπισίας.
Αυτό στεναχωρούσε ιδιαίτερα τον γελωτοποιό και κάθε μέρα έσπαγε το κεφάλι του για να βρει μια λύση στο μεγάλο του αυτό πρόβλημα. Η ασχήμια που έβλεπε γύρω του  τον έφερνε στα όριά του. Είχε αποφασίσει ότι οπωσδήποτε θα έκανε κάτι και θα γιάτρευε τις ψυχές τους. Όσο και να έψαχνε όμως δεν μπορούσε να βρει τι θα ήταν αυτό.
Τελικά αποφάσισε να στραφεί στο επάγγελμά του. Για πολλά χρόνια ήταν γιατρός. Πολλοί συνάδελφοί του παλιότερα τον χαρακτήριζαν ιδιοφυΐα στη ειδικότητα αυτή και μάλλον είχαν δίκιο γιατί ο φίλος μας κάποτε είχε φτάσει στο σημείο να δημιουργεί δικά του φάρμακα, τα οποία κανείς δεν είχε ξαναφτιάξει. Πίστευε ότι είχαν δυνατότητες εκπληκτικές. Φοβούμενος όμως μήπως τυχόν αποτύχουν και τα πειράματά του κοστίσουν τη ζωή κανενός ανθρώπου ή του προκαλέσουν καμιά αναπηρία δεν τα δοκίμασε ποτέ. Τα κράτησε φυλαγμένα σ’ ένα ντουλάπι στο σπίτι του.
Αποφάσισε λοιπόν μετά από τόσο καιρό να φτιάξει ένα καινούργιο φάρμακο, το οποίο φανταζόταν να μπορεί να κρατήσει τους ανθρώπους χαρούμενους για πάντα, ό,τι κι αν τους συνέβαινε.
Κλείστηκε λοιπόν στο σπίτι του και επί εβδομάδες ολόκληρες μελετούσε τα βιβλία του και πειραματιζόταν αναμιγνύοντας διάφορες χημικές ουσίες. Έτοιμος να διαλυθεί και με τα νεύρα του να σπάνε, δεν έλεγε να εγκαταλείψει τον αγώνα. Αυτό το φάρμακο θα ήταν η λύτρωσή του. Αν πετύχαινε, αυτός θα ήταν για πάντα ευτυχισμένος. Που και που έβγαινε καμιά βόλτα για να κάνει διάλλειμα από τη δουλειά του. Ο κόσμος τον έβλεπε κατακόκκινο και μούσκεμα από τον ιδρώτα. Ανησυχούσαν και τον ρωτούσαν τι έχει. Αυτός τους απαντούσε ότι σύντομα θα ξανάρθει η χαρά. Ότι θα τους σώσει όλους.
Κάποια μέρα μέσα από το σπίτι του ακούστηκαν γέλια εκκωφαντικά και πανηγυρισμοί. Άνθρωποι που πριν λίγες μέρες υποψιάζονταν ότι είχε τρελαθεί τώρα σιγουρεύτηκαν. Όταν όμως αργότερα άνοιξε η πόρτα του σπιτιού του κι αυτός βγήκε έξω, φαινόταν φυσιολογικότατος. Απλώς ήταν αλλόκοτα χαρούμενος και είχε βλέμμα σαν να βρίσκεται στον παράδεισο. Κρατούσε μια σακούλα στο χέρι του και βάδιζε με βήμα γοργό. Ο γελωτοποιός απ’ την πλευρά του σκεφτόταν ότι ήρθε η ώρα πλέον να δώσει το αιώνιο χαμόγελο στα πρόσωπα των ανθρώπων, να τους στεγνώσει τα δάκρυα και να τους περιποιηθεί την ψυχή. Από εκείνη τη μέρα πλέον κάθε μέρα θα ήταν γιορτή. Ενώ περπατούσε τον πλησίασαν τρία παιδιά και τον ρώτησαν τι έχει στη σακούλα. Αυτός τότε έχωσε το χέρι του μέσα κι έβγαλε τρεις καραμέλες. Τους τις πρόσφερε. Αυτά χαρούμενα τις έβαλαν στο στόμα τους και άρχισαν να τις γλείφουν. Με το που συνέβη αυτό ο γελωτοποιός κόντεψε να κλάψει από τη συγκίνησή του. Συνέχισε τη βόλτα του και λίγο πιο κάτω συνάντησε άλλα δύο παιδιά στα οποία επίσης έδωσε καραμέλες.
Ο μανάβης που είχε δει τις οικονομίες του να χάνονται και κόντευε να κλείσει η επιχείρησή του, είχε καθίσει έξω από το μαγαζί του σκυφτός με το πρόσωπο στα χέρια κι έκλαιγε. Ο γελωτοποιός τον πλησίασε τρέχοντας και τον χτύπησε στον ώμο. Ο μανάβης τον κοίταξε και τον ρώτησε τι ήθελε. Ο γελωτοποιός τον ρώτησε πως ένοιωθε κι αυτός του είπε ότι αισθανόταν σαν να ζούσε τις τελευταίες ώρες της ζωής του. Ο γελωτοποιός όμως του χάρισε ένα μεγάλο χαμόγελο και του είπε ότι πλέον όλα τα προβλήματά του είχαν λυθεί. Του έδωσε μια καραμέλα και του είπε ότι δεν θα φύγει αν δεν τον δει να την τρώει. Ο μανάβης παραξενεμένος την έβαλε στο στόμα του και σε λίγα λεπτά η καραμέλα είχε πάει στο στομάχι του. Ο γελωτοποιός του έκανε το σήμα της νίκης και έφυγε. Ο μανάβης ξαφνικά ως δια μαγείας πλημμύρισε χαρά. Μια ανεξήγητη χαρά και ευφορία που όσο περνούσε η ώρα γινόταν μεγαλύτερη.
Στο τέλος της ημέρας ο γελωτοποιός ξάπλωσε στο κρεβάτι του με ένα ύφος ανακούφισης και πιο ευτυχισμένος από ποτέ. Είχε χαρίσει την ευτυχία σε όλη τη γειτονιά του. Όλοι όσοι ζούσαν εκεί είχαν φάει τις θαυματουργές του καραμέλες. Στον ύπνο του  όλως παραδόξως είδε εφιάλτες, ένα τεράστιο χαμόγελο που τον κυνηγούσε.
Το άλλο πρωί ξύπνησε γεμάτος χαρά. Εκείνη τη μέρα θα αντίκριζε τα χαμόγελα στα πρόσωπα των ανθρώπων που τόσο αγαπούσε. Βγήκε έξω κι άρχισε να περπατά. Σε λίγο περίεργοι ήχοι έφτασαν στ’ αυτιά του. Τον παραξένεψαν. Δεν είχε ξανακούσει ποτέ κάτι παρόμοιο. Κοίταξε γύρω του με ύφος εξεταστικό αλλά δεν είδε τίποτα και κανέναν. Συνέχισε να περπατά και λίγο πιο κάτω πάγωσε. Βρέθηκε μπροστά σε ένα θέαμα τερατώδες. Δεκάδες άνθρωποι είχαν πέσει κάτω και γελούσαν σαν τρελοί. Περίμενε να σταματήσουν αλλά το γέλιο τους δεν τελείωνε ποτέ. Τα πρόσωπά τους έμοιαζαν φρικτά παραμορφωμένα. Ένα παιδάκι τον πλησίασε κρατώντας την κοιλιά του. Είδε στο πρόσωπό του ένα χαμόγελο σαν να είχε βγει από εφιάλτη.
Ο γελωτοποιός γύρισε τρέχοντας στο σπίτι του και κλείστηκε μέσα. Άρχισε να κλαίει με αναφιλητά μονολογώντας για το έγκλημα που είχε κάνει. Η μέρα περνούσε αλλά τα γέλια δεν έλεγαν να σταματήσουν. Ηχούσαν σαν κραυγές γύρω από το σπίτι του.  Το ίδιο συνέβαινε και την άλλη μέρα και την πιο άλλη και την πιο άλλη…
Μετά από μερικές μέρες ένας αστυνομικός είχε έρθει στη γειτονιά να εξετάσει την κατάσταση. Δεν άργησε να μάθει για τις καραμέλες. Ρώτησε τον κόσμο που έμενε αυτός που τους τις έδωσε κι αυτοί του έδειξαν το σπίτι του.


 Ο αστυνομικός πλησίασε και χτύπησε την πόρτα. Κανείς δεν του άνοιξε. Από μέσα δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος. Τελικά την έσπασε κι άρχισε να ψάχνει το σπίτι. Σ’ ένα δωμάτιο βρήκε τον γελωτοποιό κρεμασμένο. Αν και νεκρός κρατούσε σφιχτά στα χέρια του κάτι. Ήταν οι φωτογραφίες των μικρών του φίλων της γειτονιάς.      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου