Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2015

Γενέθλια

Πόσες βδομάδες αγωνίας, άγχους και ιδρώτα του πήρε για να το κάνει, ούτε που θυμόταν. Από κάποιο σημείο και μετά, η αίσθηση είχε χαθεί. Κι όμως τώρα νάτο το αριστούργημά του, απέναντί του να τον κοιτάζει και να περιμένει σιωπηλό. Ποτέ δεν πίστευε ότι θα έφτανε τόσο ψηλά. Ποτέ ότι θα ζούσε τόσο μεγάλη συγκίνηση. Ότι θα έπλαθε με τα ίδια του τα χέρια το τελειότερο δημιούργημα που γέννησε ποτέ η πλάση. Και το πιο γλυκό. Ποτέ δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τον εαυτό του, ούτε τον αγαπούσε όμως.Κι αυτό συνέβαινε ίσως επειδή άφηνε τη γνώμη των άλλων για το άτομό του να επηρεάσει τη δική του. Ίσως όμως να ίσχυε και το άλλο. Ότι τελικά όλοι αυτοί οι εχθρικοί φορείς
μίσους και αηδίας είχαν κάθε λόγο να τον σιχαίνονται και να μην τον εμπιστεύονται.

Στα 20 του διέπραξε την πρώτη του ληστεία. Ενώ πήγαινε να φύγει, ένας χοντρός ταξιτζής  είχε πέσει πάνω του προκειμένου να τον σταματήσει. Εκείνος τα 'χασε. Άκουγε τις σειρήνες να πλησιάζουν και δεν μπορούσε,  όσο κι αν πάλευε,να μετακινήσει τον πελώριο όγκο από μπροστά του. Το μυαλό του θόλωσε. Η λύση που υπήρχε ήταν ό,τι πιο σκοτεινό φώλιαζε μέσα στο μυαλό του. Άλλοτε τον γοήτευε, άλλοτε τον αρρώσταινε.  Μα πάντα το ένιωθε να παλεύει να βγει έξω. Έστρεψε το πιστόλι στον ταξιτζή και τον εκτέλεσε με μια σφαίρα στο πρόσωπο. Άρχισε να τρέχει. Οι σειρήνες σταδιακά σίγησαν. Αυτός όμως συνέχισε να τις ακούει. Τα βράδια που πλάγιαζε στο αδειανό κρεβάτι και το σκοτάδι κάλυπτε τον κόσμο γύρω του. Όταν υπήρχε σκοτάδι κι ησυχία, μια εικόνα ερχόταν συνεχώς μπροστά του. Το πρόσωπο του ταξιτζή βουτηγμένο στα αίματα. Ένα πρωινό, εκεί που ετοίμαζε το πρωινό του, άρχισε και πάλι ν' ακούει τις σειρήνες. Προσπάθησε να το αγνοήσει. Η ένταση του ήχου δυνάμωνε και τότε του ήρθε στο μυαλό το τηλέφωνο ενός ψυχιάτρου που είχε πέσει στα χέρια του. Ξαφνικά η πόρτα έσπασε και δυο πάνοπλοι συνάδελφοί του οι οποίοι όμως φορούσαν στολές όρμηξαν μες στο σπίτι. Όταν βρέθηκαν μπροστά του, άρχισε να τρέμει  ολόκληρος. Δάκρυα χάραξαν το πρόσωπό του. Τον πέταξαν με δύναμη στο πάτωμα και του φόρεσαν τις χειροπέδες, ενώ ο ένας τους τον πατούσε στην πλάτη. Η ντροπή του ήταν αβάσταχτη τους επόμενους μήνες. Οι κάμερες. Οι δημοσιογράφοι. Τα οργισμένα πλήθη που επιχειρούσαν να έρθουν πιό κοντά του... Πέρασε τα επόμενα δέκα  χρόνια στη φυλακή. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έφαγε ξύλο ή που απειλήθηκε η ίδια του η ζωή. 

Βγήκε κάποτε και νόμιζε ότι πλέον όλα θα ξανάρχιζαν από την αρχή. Το καυσαέριο του φάνηκε σαν να χε βγει από το μεγαλύτερο αρωματοποιείο. Χαμογέλασε. Περπάτησε για λίγο στην πόλη. Δεν άργησε να συναντήσει τον πρώτο του καθρέφτη. Έναν ηλικιωμένο άντρα που, στη θέα του, απομακρύνθηκε γρήγορα κοιτάζοντάς τον λες κι ήταν τέρας. Προσπάθησε να το προσπεράσει ως ένα μεμονωμένο γεγονός και να πάει παρακάτω. Τελικά όμως δεν ήταν ένας. Ήταν πολλοί. Ήταν ολόκληρη η πόλη. Από εκείνη τη μέρα, κλείστηκε σε μια άλλη φυλακή, το ίδιο του το σπίτι. Δεν τολμούσε να βγει ούτε στο μπαλκόνι. Παντού υπήρχε κάποιο πρόσωπο να του πει πως ήταν τέρας. Τα βλέμματά τους τον δολοφονούσαν αργά και βασανιστικά. Τουλάχιστον το θύμα του είχε πεθάνει γρήγορα. Ο μεγαλύτερος εφιάλτης που τον στοίχειωνε σε κάθε του βήμα εκτός σπιτιού,ήταν αυτός της αυτοδικίας. Ίδρωνε όταν ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον συμπολίτη, όποιος κι αν ήταν αυτός. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν η επίθεση με πέτρες που δέχθηκε από μια παρέα νεαρών.
Έπαθε τέτοιο κλονισμό που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη πανιασμένος από τον φόβο του. 

Πήγε στο χωριό να βρει τον πατέρα του. Τρεις ώρες ασφυξίας πέρασε στο πίσω κάθισμα ενός ταξί. 'Όταν ο οξύθυμος ταξιτζής ύψωνε τη φωνή του, αισθανόταν ότι του βγαίνει η ψυχή. Στο ραδιόφωνο μίλησαν για το αποτρόπαιο έγκλημα που είχε γίνει δέκα χρόνια πριν έξω από μια τράπεζα και πραγματικά του ήρθε να ουρλιάξει όταν ο ταξιτζής σχολίασε λέγοντας "άμα τον είχα μπροστά μου,θα τον έσκιζα στα δύο". Όταν έφτασε στο χωριό, βγήκε απ το ταξί σαν άρρωστος. 
Βάδισε αργά και με τρεμάμενα βήματα προς το σπίτι του πατέρα του. Από τις ελάχιστες οπτικές επαφές που πραγματοποιήθηκαν αισθάνθηκε την ανακούφιση να τον πλημμυρίζει. Γιατί εκεί οι άνθρωποι δεν τον ήξεραν. Δεν ήξεραν ποιός ήταν. Και ποιά ήταν η ιστορία του. Κάποτε βρέθηκε μέσα σ' ένα σαλόνι να περιμένει τη συνάντηση που τόσο λαχταρούσε. Ο πατέρας του είχε πάει για ψώνια και τον είχε υποδεχθεί ένας άλλος, φιλοξενούμενος απ΄ ότι κατάλαβε. Καθόταν μπροστά στο αναμμένο τζάκι και το μυαλό του είχε αδειάσει. Δεν υπήρχε πλέον απειλή, ήταν σίγουρος. Γιατί ο άνθρωπος αυτός που τον είχε φέρει στον κόσμο δε θα του θύμωνε ποτέ. Και ούτε κατά διάνοια δεν θα τον έβριζε και δεν θα τον χτυπούσε. Κάτι βαθιά μέσα του, του έλεγε ότι, όπως τόσες και τόσες φορές τον είχε συγχωρήσει, έτσι θα έκανε και τώρα. Ότι κι αν συνέβαινε, του είχε πει,θα τον αγαπούσε. Τα λεπτά κύλησαν προτού το καταλάβει. Η πόρτα άνοιξε και στο άνοιγμά της στάθηκε ο πατέρας του. Εκείνος σηκώθηκε από την πολυθρόνα και τον πλησίασε μ' ένα χαμόγελο. Το οποίο όμως έσβησε αμέσως. Γιατί ο πατέρας τον κάρφωσε με ένα βλέμμα φόβου και μίσους. "Φύγε από δω μέσα, τέρας! Τέρας,θα σε πετάξω στη φωτιά!", ούρλιαξε. Όλα όσα ακολούθησαν εκείνο το πρωινό φρίκης θα κατοικούσαν πάντα στο μυαλό και την ψυχή του σαν μια καταιγίδα θολών εικόνων. 

Όλα αυτά όμως ήταν πλέον παρελθόν. Εκείνη τη στιγμή, είχε απέναντί του το ίδιο του το παιδί. Οκτώ, ίσως και περισσότερες, εβδομάδες ταλαιπωρίας δεν είχαν πάει τζάμπα. Στη στράτα βρισκόταν ένα μωράκι διαφορετικό από τα άλλα. Και σήμερα είχε τα πρώτα του γενέθλια. Κι εκείνος όμως είχε τα γενέθλιά του. Το ψύχος της μοναξιάς και της εχθρότητας τον είχε αφήσει από τη στιγμή που το μωρό άνοιξε τα μάτια του. Επιτέλους, ένα πλάσμα που δε θα τον σιχαινόταν και δε θα τον μισούσε. Ένα, σαν κι αυτόν, τέρας! Άπλωσε το πλοκάμι του και το τύλιξε γύρω από το μπιμπερό με το γατίσιο αίμα. Το είχε ανάγκη για να γίνει μεγάλος και δυνατός. Την επομένη, θα το έβαζε σ' ένα καλάθι και θα το πήγαινε στην κορυφή του βουνού. Εκεί, θα το έπαιρνε αγκαλιά και θα του διηγόταν την ιστορία του. Μια ιστορία αίματος, πόνου, απελπισίας και τρόμου. Αλλά και μια ιστορία ελπίδας, δύναμης, αγάπης και λύτρωσης. Ο ήρωάς μας δάκρυσε κοιτάζοντας το σπλάχνο του. Του χάιδεψε το κεφάλι. Κι εκείνο τον κοίταξε με βλέμμα απόλυτης αποστροφής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου