Πόσο ανυπεράσπιστος καθένας μας
μπροστά σε μια λευκή σελίδα κι ένα στυλό;
Να πρέπει να κοιτάξει εκεί που δεν μπορεί.
Να πρέπει να ουρλιάξει χωρίς μια διακοπή.
Τα πόδια του ν' απλώνουνε ιδρώτα στο χαλί.
Το χέρι του στα κύματα κρατιέται απ΄ τη σιωπή. Μία μορφή μες στο λευκό στέκει, κοιτά ειρωνικά.
Τα πόδια του ν' απλώνουνε ιδρώτα στο χαλί.
Το χέρι του στα κύματα κρατιέται απ΄ τη σιωπή. Μία μορφή μες στο λευκό στέκει, κοιτά ειρωνικά.
Είναι ο ίδιος που γελάει παραφυλώντας στα βαθιά.
Μα τι καταραμένη ώρα τους δείκτες κάρφωσε στο τώρα;
Μα τι καταραμένη ώρα τους δείκτες κάρφωσε στο τώρα;
Όλα θαρρείς και ξέβαψαν, πολύχρωμα και σκοτεινά.
Κάθε ασπίδα έλιωσε και μόνος περιμένει το σπαθί.
Μπορεί στο τέλος να μας έρθει από τις φλόγες ζωντανός.
Ο λόγος του θ' ανοίξει μια πληγή,
το αίμα του θα γράψει με ορμή.
το αίμα του θα γράψει με ορμή.
Μπορεί στο τέλος να μας έρθει από τις φλόγες ζωντανός.
Μπορεί ποτέ να μη γυρίσει και στον αγώνα όλοι εμπρός!
Μπορεί, με δάφνινο στεφάνι, νέκταρ να πίνει γελαστός.
Μπορεί ο ίσκιος του να μείνει εξιστορώντας τον γραπτώς.
(Αντώνης Μπούζας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου