Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Το μαγικό μαξιλάρι

Μια φορά κι έναν καιρό ένας ταξιδιώτης σταμάτησε σ΄ένα ξενοδοχείο για να περάσει τη νύχτα του. Ζήτησε το καλύτερο δωμάτιο κι ο ξενοδόχος τον χτύπησε στο ώμο, του χαμογέλασε πονηρά και του είπε ότι είναι πάρα πολύ τυχερός. Τον πήγε στο δωμάτιο 31. Μόλις μπήκε μέσα ο ταξιδιώτης  είδε ότι το δωμάτιο ήταν μικρό και στενό. Οι τοίχοι ήταν ξεβαμμένοι και πραγματικά απόρεσε τι το ξεχωριστό είχε αυτό το δωμάτιο. Ο ξενοδόχος του έδειξε το κρεβάτι, του είπε να ξαπλώσει να κοιμηθεί και να ονειρευτεί ότι επιθυμεί περισσότερο στη ζωή του. Του είπε ότι το μαξιλάρι είναι μαγικό κι ότι την άλλη μέρα κιόλας θα δει όλα τα όνειρα που θα έκανε να πραγματοποιούνται.
Ο ταξιδιώτης ήταν πολύ απογοητευμένος από τη ζωή του και είχε πάψει να πιστεύει στα θαύματα. Θεώρησε τον ξενοδόχο ουτοπιστή και ονειροπαρμένο, τον καληνύχτισε και ξάπλωσε να κοιμηθεί.
Στον ύπνο του είδε τη γυναίκα του που είχε χαθεί πριν από 15 χρόνια. Ήταν ξανά μαζί της και ήταν ευτυχισμένος. Είδε επίσης το άλογό του που πριν από λίγα χρόνια είχε αναγκαστεί να το σκοτώσει με μεγάλη λύπη. Είδε ακόμη ότι είχε κληρονομήσει μια τεράστια περιουσία και ήταν πιο πλούσιος  κι από βασιλιάς. Είχε ένα μεγάλο ανάκτορο διακοσμημένο με αγάλματα από την αρχαία Ελληνική μυθολογία και υπηρέτες κυκλοφορούσαν συνεχώς κρατώντας πλούσια εδέσματα. Ζούσε σ΄αυτό το ανάκτορο με τη γυναίκα του και κάθε μέρα πήγαιναν βόλτα στη εξοχή με το πολυαγαπημένο του άλογο.
Το άλλο πρωί μόλις άνοιξε τα μάτια του άρχισε  σιγά σιγά να συνειδητοποιεί τη φριχτή πραγματικότητα. Επανήλθε από τον κόσμο του ονείρου μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και η δυσφορία τον κυρίευσε και πάλι.
Σηκώθηκε και κατέβηκε για να πάρει το πρωινό του. Εκεί που έτρωγε, ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του ο ξενοδόχος με μία έκφραση απελπισίας ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
- Κύριε, σας συμπάθησα πάρα πολύ χθες το βράδυ αλλά η υπομονή έχει και τα όριά της. Αυτό που συμβαίνει είναι άνω ποταμών. Θα σας ζητούσα να σηκωθείτε και να φύγετε αυτή τη στιγμή αλλά σέβομαι το ότι είστε άνθρωπος ταλαιπωρημένος.
- Αγαπητέ μου φίλε μου φάνηκες εκκεντρικός μεν αλλά καθόλου παράλογος ή κακός. Για πιο λόγο αυτή η επιθετική συμπεριφορά;
- Διότι το ξενοδοχείο μου δεν είναι στάβλος κι αν θέλετε πάτε στη ρεσεψιόν να δείτε.
Ο ήρωάς μας υπάκουσε και βρέθηκε μπροστά σ΄ένα θέαμα που του θύμισε άλλες εποχές. Έκπληκτος γεμάτος χαρά και με το δάκρυ να κυλάει ποτάμι βρισκόταν μπροστά στη σύζυγό του. Ήταν ντυμένη ακριβώς όπως πριν χαθεί και δίπλα της έστεκε το άλογό του. Αυτή τον κοίταξε και για μια στιγμή όλα πάγωσαν. Έμειναν να κοιτάζονται χαμένοι ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου.
-       Άλλαξες τόσο πολύ, αλλά τα μάτια σου, παρέμειναν ίδια σαν τα μάτια ενός μικρού παιδιού.
-       Και σένα ο χρόνος σε σημάδεψε όμως με τίποτα δεν μπορεί να σβήσει αυτό που έχω μέσα μου για σένα. Σου έλειψα;
-       Αν μου έλειψες; κάθε μέρα που περνούσε ήταν μια λευκή σελίδα, ήταν ένα τίποτα, ζούσα το παρελθόν και το παρόν για μένα δεν υπήρχε. Θέλω να χωθώ στην αγκαλιά σου, να κλάψω και να μείνω εκεί για πάντα.
-       Τώρα που βρεθήκαμε οι πληγές θα γιατρευτούν. Έλα αγάπη μου να σ΄αγκαλιάσω.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε ανάμεσά τους ο ξενοδόχος.
-       Είδατε, έχω άδικο που είμαι τόσο συγχυσμένος;
Ο ταξιδιώτης τον καθησύχασε αποκαλύπτοντάς του ότι το όνειρο που είδε χθες το βράδυ πραγματοποιήθηκε, όπως κι ο ίδιος του είχε πει.
Στη συνέχεια ανέβηκε στο άλογο με τη γυναίκα του κι έφυγαν. Στον δρόμο η γυναίκα του, του αποκάλυψε ότι όλον αυτόν τον καιρό την φιλοξενούσε στο σπίτι του ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος που την είχε σαν κόρη του. Τώρα πλέον ο άνθρωπος αυτός είχε πεθάνει κι αυτή είχε κληρονομήσει όλη του την περιουσία.
Έτσι ο ήρωάς μας είδε και το υπόλοιπο του ονείρου του να εκπληρώνεται.
Τώρα πλέον κάλπαζαν γρήγορα και ο δρόμος μπροστά τους ήταν λαμπερός, το φως του ήλιου τους τύφλωνε και η ζέστη τους αγκάλιαζε.
Ήταν ευτυχισμένοι όσο ποτέ άλλοτε.
Ξαφνικά το ξυπνητήρι χτύπησε και τα γκρέμισε όλα.
Ο ταξιδιώτης ξύπνησε στο άθλιο δωμάτιο του ξενοδοχείου.
Όταν κατέβηκε στη ρεσεψιόν ρώτησε τον ξενοδόχο αν τελικά το μαξιλάρι ήταν όντως μαγικό.
Ο ξενοδόχος του χαμογέλασε όλο ντροπή και του είπε ότι στην πραγματικότητα αυτό είναι ένα κόλπο που εφηύρε για να προσελκύει τους πελάτες.

Ο ταξιδιώτης κατέβασε το κεφάλι και με βαριά καρδιά βγήκε έξω στον παγωμένο αέρα που σε χτυπάει αλύπητα μα σε λυτρώνει κιόλας.

(Αντώνης Μπούζας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου