Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Ο κόσμος του ονείρου

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας τύπος ο οποίος ήταν πάρα πολύ τεμπέλης, τόσο πολύ, που περνούσαν μέρες ολόκληρες κι αυτός δεν σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι του, κοιμόταν συνέχεια. Τώρα βέβαια υπήρχαν πολλοί που έλεγαν ότι ο άνθρωπος αυτός είχε μισήσει τη ζωή και γι αυτό το λόγο είχε βρει καταφύγιο στον κόσμο του ονείρου. Λάτρευε απίστευτα τα όνειρά του. Απόκληρος αυτού του κόσμου, έλεγαν, καθώς ήταν, του είχαν δώσει άσυλο στο βασίλειο του Μορφέα.
Ο άνθρωπος αυτός καθημερινά και σχεδόν για όλη την ημέρα ζούσε σ’ έναν παράδεισο. Μπορούσε να δει ό,τι πιο απίθανο επιθύμησε ποτέ του να πραγματοποιείται. Γνώριζε υπέροχα πλάσματα πολύ πιο σοφά από τον άνθρωπο και συζητούσε μαζί τους. Τα λόγια τους ήταν βάλσαμο στην ψυχή του και τον γέμιζαν φως.
Ανάμεσα σ’ όλα αυτά που είχε συναντήσει βρισκόταν κι ένας κλόουν ο οποίος έκανε τέτοια αστεία που δεν είχε δει ποτέ του. Πέθαινε από τα γέλια. Οι υπηρέτες του τον έβλεπαν να ξεκαρδίζεται στον ύπνο του.
Επίσης υπήρχε στα όνειρά του μια μπαλαρίνα. Ήταν τόσο όμορφη που την είχε ερωτευθεί. Πάντοτε όταν χόρευε μπροστά του εκστασιαζόταν κι όταν τελείωνε αυτή το χορό της κατακόκκινος από την ντροπή του, άνοιγε το στόμα του για να της πει «σ’ αγαπώ». Προτού προλάβει όμως να πει οτιδήποτε αυτή του έκλεινε το μάτι και απομακρυνόταν γρήγορα. Είχε βάλει σκοπό της ζωής του να την παντρευτεί.
Στον ύπνο του συναντούσε ακόμα ένα μικρό ελεφαντάκι το οποίο ήταν τόσο γλυκό, που συνέχεια το αγκάλιαζε, το χάιδευε και για ώρες ολόκληρες του τραγουδούσε και του έλεγε παραμύθια.
Κάποτε οι φίλοι του βλέποντας αυτή την τρομακτική εξάρτησή του από τον ύπνο, θέλησαν να τον βοηθήσουν. Του μίλησαν και του έδωσαν να καταλάβει ότι δεν πήγαινε άλλο. Τον έπεισαν να επισκεφτεί έναν γιατρό.
Όταν ο γιατρός τον εξέτασε βρήκε τόσο σοβαρή την κατάστασή του που του χορήγησε ένα φάρμακο το οποίο έπρεπε να παίρνει για να ελαττωθεί ο ύπνος του.
Ο ήρωάς μας είχε τόσο πολύ ανησυχήσει από τα λόγια των φίλων του που έπαιρνε πολύ περισσότερο από το φάρμακο που είχε δώσει ο γιατρός. Το μάτι του γαρίδα. Στην αρχή η διάρκεια του ύπνου είχε επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα. Σιγά σιγά όμως άρχισε να κοιμάται όλο και λιγότερο. Χωρίς να το καταλάβει πέρασε στο άλλο άκρο, ο ύπνος τον είχε εγκαταλείψει  εντελώς. Περπατούσε γεμάτος υπερένταση μέσα στο σπίτι του. Άλλοτε διάβαζε γυρίζοντας τις σελίδες σαν μανιακός και άλλοτε καλούσε φίλους οι οποίοι τον περνούσαν για τρελό ακούγοντάς τον να φωνάζει δυνατά και να συμπεριφέρεται έντονα. Σχεδόν νόμιζαν ότι επρόκειτο να τους επιτεθεί, καθώς οι τόσο υπερβολικές κινήσεις του αυτό φανέρωναν.
Είχε αρχίσει να του λείπει πάρα πολύ ο άλλος κόσμος, όπου κάποτε ζούσε. Και τι δεν θα έδινε για να ξανάβλεπε τους ονειρικούς του φίλους.
Ο γιατρός μόλις έμαθε την τροπή που πήρε το όλο θέμα του είπε με αυστηρότητα, σχεδόν τον διέταξε να σταματήσει το φάρμακο, πράγμα το οποίο και έκανε. Το φάρμακο όμως την είχε κάνει τη ζημιά του. Και δεν μπορούσε να κοιμηθεί με τίποτα.

Μια μέρα καθώς ο φίλος μας καθόταν στο σαλόνι του σπιτιού του το μάτι του έπιασε μια κίνηση. Κοίταξε καλύτερα και τι να δει, η αγαπημένη του μπαλαρίνα χόρευε μπροστά του ένα χορό αισθησιακό και του έστελνε φιλιά. Η έκπληξή του ήταν πολύ μεγάλη, αλλά έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν λίγο πιο πέρα αντίκρισε τον κλόουν που τόσο τον διασκέδαζε, εκτελούσε εκείνη τη στιγμή το πιο αστείο νούμερο που είχε δημιουργήσει ποτέ του. Ένοιωσε κάτι υγρό να του χαϊδεύει το πρόσωπο. Ήταν η προβοσκίδα του μικρού ελέφαντα ο οποίος τον καλούσε για παιχνίδι και για παραμύθια. Τα όνειρά του είχαν έρθει να τον βρουν.

(Αντώνης Μπούζας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου